Αναντιστοιχία -και μάλιστα σημαντική- έχει αρχίσει να καταγράφεται ανάμεσα στο τι ζητούν οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι αγοραστές κατοικίας και στο τι προσφέρουν αυτή τη στιγμή οι περισσότεροι επαγγελματίες κατασκευαστές.
Όπως αναφέρουν στο BusinessDaily εκπρόσωποι οικοδομικών/εργολαβικών εταιρειών, η συντριπτική πλειονότητα των νέων οικοδομών αφορά σε πολυτελείς κατασκευές, κυρίως στα παραλιακό μέτωπο της Αττικής και δη τα νότια προάστια, ή σε άλλα προνομιακά σημεία του λεκανοπεδίου.
«Πολλοί συνάδελφοι έχουν επιλέξει να καλύψουν τις ανάγκες μόνο των ξένων επενδυτών/αγοραστών και μιας μικρής μερίδας Ελλήνων αγοραστών, π.χ. μεγάλα στελέχη εταιρειών, ή ελεύθεροι επαγγελματίες, δηλαδή ένα κοινό του οποίου το διαθέσιμο μπάτζετ ξεπερνά τις 250.000 ευρώ και διαθέτει ρευστότητα, ή δυνατότητα άντλησης τραπεζικής χρηματοδότησης άνω των 150.000 ευρώ», σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, το παραπάνω αγοραστικό κοινό αποτελεί ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των ενδιαφερόμενων, με αποτέλεσμα εν τέλει η οικοδομική δραστηριότητα που αφορά σε νέες οικοδομές να περιορίζει την «δεξαμενή» των πιθανών αγοραστών, στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί. Ως εκ τούτου, ελλοχεύει ο κίνδυνος εμφάνισης μιας νέας γενιάς απούλητων νέων διαμερισμάτων ή κατοικιών, τη στιγμή που η αγορά ακόμα δεν έχει συνέλθει από την ανάπτυξη δεκάδων χιλιάδων ακινήτων τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως στο διάστημα μεταξύ 2006-2011, που παραμένουν ακόμα και σήμερα απούλητα.
Οι υψηλές τιμές που ζητούν οι κατασκευαστές οδηγούν τους περισσότερους ενδιαφερόμενους αγοραστές και δη τους Έλληνες, στην αναζήτηση, σχεδόν αποκλειστικά, μεταχειρισμένου και όχι νεόδμητου ακινήτου, το κόστος του οποίου κρίνεται απρόσιτο. Άλλωστε, το διαθέσιμο μπάτζετ των περισσοτέρων Ελλήνων κινείται μέχρι τα 120-130.000 ευρώ, δεδομένου ότι για να δανειοδοτηθεί κανείς με περισσότερα χρήματα, θα πρέπει να έχει πολύ υψηλό εισόδημα.
Αν συνυπολογιστεί και η έλλειψη πρόσθετης ρευστότητας για πολλούς, είναι σαφές ότι δύσκολα θα μπορέσουν να διαθέσουν μεγαλύτερα ποσά για την απόκτηση νεόδμητου ακινήτου, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις ανθρώπων, που απλώς δεν θέλουν να δώσουν τόσα πολλά χρήματα για το επόμενο σπίτι τους.
Η παραπάνω εξέλιξη/τάση στην αγορά επιβεβαιώνεται και από την πορεία των τιμών. Όπως προέκυψε με βάση τα χθεσινά στοιχεία που ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2019, οι τιμές των νεόδμητων διαμερισμάτων αυξήθηκαν κατά 8,9%, έναντι αύξησης 6,6% των μεταχειρισμένων ακινήτων. Στο σύνολο του έτους, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών για τα νέα διαμερίσματα ήταν 7,7%, έναντι αύξησης 2,0% το 2018, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης για τα παλαιά διαμερίσματα ήταν 6,9% το 2019, έναντι αύξησης 1,7% το 2018.
Είναι λοιπόν σαφές ότι οι τιμές των νεόδμητων αυξάνονται με πολύ ταχύτερο ρυθμό, έναντι των υπόλοιπων κατοικιών, αποτρέποντας όλο και περισσότερους από την αγορά τους. Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει αβίαστα, είναι τι θα συμβεί στα ακίνητα αυτά, αν τυχόν η... ελίτ αγοραστών στους οποίους απευθύνονται αρχίσουν να μειώνονται.
Με βάση τα χθεσινά στοιχεία που ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος για το 2019, οι τιμές σε πανελλαδικό επίπεδο αυξήθηκαν κατά 7,2% έναντι του 2018 και κατά 7,5% κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους. Στην Αττική η μέση ετήσια άνοδος κατά το 2019 άγγιξε το 10,4%, έναντι 6,8% στη Θεσσαλονίκη, 4,1% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 4,6% στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας, κυρίως υψηλής τουριστικής απήχησης.