Η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού του κατασκευαστικού κλάδου, προκειμένου να εκτελεστούν τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης και να μην χαθούν πολύτιμοι πόροι για τη χώρα, αποτελεί μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις της επόμενης τριετίας. Όπως ανέδειξε η μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για τις προοπτικές του κατασκευαστικού κλάδου στην Ελλάδα, που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Ταμείου Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΜΕΔΕ), οι ανάγκες τραπεζικού δανεισμού των τεχνικών και μελετητικών επιχειρήσεων θα αυξηθούν κατά 972 εκατ. ως 1,77 δισ. ευρώ μέχρι το 2026.
Δεδομένης της υπερδιπλάσιας αξίας δημοπρατήσεων που καταγράφηκε το 2023, ύψους 6,9 δισ. ευρώ, όταν την περίοδο 2018-2020 ο μέσος όρος ήταν 2,9 δισ. ευρώ, τα επόμενα χρόνια η κατασκευαστική δραστηριότητα αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω, αυξάνοντας τις ανάγκες χρηματοδότησης. Σε συνδυασμό με το δυσμενές επιτοκιακό περιβάλλον που αυξάνει το κόστος του δανεισμού, αλλά και των ορίων χρηματοδότησης των τραπεζικών ιδρυμάτων, συνθέτουν ένα δυσεπίλυτο γρίφο.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι συστηματικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, υποβαθμίζοντας την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων. Στην πιο πρόσφατη περίοδο, αυξήθηκε κατακόρυφα από 2,72% τον Οκτώβριο του 2022 σε 6,16% τον Νοέμβριο του 2023.
Αγκάθι οι εγγυητικές
Έχοντας μπροστά μια πλούσια βεντάλια διαγωνισμών, με τα στενά χρονιά περιθώρια του Ταμείου Ανάκαμψης, ο κατασκευαστικός κλάδος θα πρέπει να υπερκεράσει και τον σκόπελο των εγγυητικών επιστολών, το ύψος των οποίων αναμένεται επίσης να αυξηθεί σημαντικά. Ενδεικτικά, οι μελετητές του ΙΟΒΕ εκτίμησαν ότι για τα έργα που δημοπρατήθηκαν το 2023 θα απαιτηθούν εγγυητικές καλής εκτέλεσης περί τα 346 εκατ. ευρώ. Εάν σε αυτά προστεθούν και τα έργα της προηγούμενης διετίας, προκύπτει ένα συνολικό ποσό της τάξης των 805 εκατ. ευρώ.
«Με την προοπτική περαιτέρω αύξησης των κατασκευαστικών έργων τα επόμενα χρόνια και εφόσον δεν προσαρμοστούν τα όρια χρηματοδότησης από τα ιδρύματα έκδοσης εγγυητικών επιστολών, αυτό το ποσό δεν θα μπορεί να καλυφθεί», συμπεραίνεται στη μελέτη, με άμεσο αντίκτυπο τόσο στη συμμετοχή σε διαγωνισμούς, ιδίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις, όσο και στην ομαλή εκτέλεση των έργων.
Επισημαίνεται, δε, η ανάγκη της αυτοδίκαιης επιστροφής της εγγυητικής επιστολής με την οριστική παραλαβή ενός έργου, καθώς αυτό που παρατηρείται σήμερα είναι η συσσώρευση εγγυητικών που βάζει εμπόδια στην πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων.
Αυτό που επισημαίνεται στη μελέτη είναι ότι το χρηματοδοτικό κενό μπορεί να αμβλυνθεί με τη χρήση διαφόρων χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως εγγυητικά κεφάλαια, επιδότηση επιτοκίου κ.ά., ώστε αντίστοιχα να υλοποιηθούν απρόσκοπτα οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε κατασκευαστικά έργα.
Τα εργαλεία χρηματοδότησης
Βασικό καύσιμο για την ανάπτυξη του τομέα των κατασκευών τουλάχιστον ως το 2026 θα είναι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Όπως εξήγησε ο υπεύθυνος του τμήματος κλαδικών μελετών του ΙΟΒΕ, κ. Γιώργος Μανιάτης, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, οι διαθέσιμοι πόροι του τρέχοντος ΕΣΠΑ παραμένουν στα ίδια επίπεδα με αυτού της περιόδου 2014-2020, οπότε οι πληρωμές προσέγγισαν τα 9 δισ. ευρώ, για έργα με συνολικό συμβατικό αντικείμενο 13,8 δισ. ευρώ. Συνεπώς οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν θα κινητοποιηθούν από το ΕΣΠΑ.
Η τεράστια πρόκληση της επόμενης τριετίας είναι η εκτέλεση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης, που κατευθύνει στις κατασκευές επιχορηγήσεις 9,9 δισ. ευρώ. Σύμφωνα, δε, με τις εκτιμήσεις των μελετητών, αυτοί οι πόροι θα κινητοποιήσουν συνολικούς πόρους ύψους 12,8 δισ. ευρώ. Αυτοί οι πόροι, σε συνδυασμό με τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να κατευθύνουν στις κατασκευές, για την περίοδο 2022-2026, συνολικά 23,9 δισ. ευρώ.
Χάρη σε αυτή την πρωτοφανή δεξαμενή πόρων, οι επιπλέον επενδύσεις σε έργα υποδομών και κατοικίες θα ανέλθουν ετησίως κατά μέσο όρο σε 3% του ΑΕΠ, με το συνολικό ποσοστό των επενδύσεων σε κατασκευαστικά έργα να φτάνει ως το 8,6% του ΑΕΠ το 2025 έναντι 4,8% το 2022. Όπως εκτίμησαν οι μελετητές του ΙΟΒΕ, η αξία παραγωγής των εν λόγω έργων θα αυξηθεί δυναμικά την περίοδο 2024-2026, ξεπερνώντας τα 18 δισ. ευρώ το 2025, όταν το 2022 ήταν 10,3 δισ.
Το «χάσμα» των επενδύσεων σε κατοικίες
Η μεγάλη τρύπα στις επενδύσεις στον τομέα των κατασκευών, όπως προκύπτει από τα δεδομένα της μελέτης, προκύπτει στις επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες είχαν απογειώσει τις κατασκευές τη «χρυσή» εποχή 2002-2007. Οι καλύτερες ημέρες του κατασκευαστικού κλάδου της χώρας συνδέθηκαν άρρηκτα με την κατοικία, που αποτελούσε τον κυρίαρχο μοχλό ανάπτυξης.
Η συρρίκνωση των επενδύσεων σε κατοικίες μέσα την κρίση, που διαφάνηκε στον κατασκευαστικό κλάδο από το 2008, δεν έχει αναστραφεί. Οι ετήσιες επενδύσεις σε κατοικίες συρρικνώθηκαν κατά 87%και διαμορφώθηκαν το 2022 σε 3,3 δισ. έναντι 25,2 δισ. ευρώ το 2007. Ως αποτέλεσμα, από το 10,8% του ΑΕΠ που αντιπροσώπευαν το 2007, έχουν πέσει σε μόλις 1,6%, με τον μέσο όρο της ΕΕ να είναι στο 5,9%.
Στον αντίποδα, οι επενδύσεις σε υποδομές επανήλθαν το 2023 κοντά στα επίπεδα του 2005, αλλά για τις κατοικίες τα δεδομένα παραμένουν πολύ διαφορετικά, παρότι έχει καταγραφεί ισχυρή ανάκαμψη την τελευταία τριετία, με αποτέλεσμα το 2022 να έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2019. Η Ελλάδα είναι ουραγός στην Ευρώπη στις επενδύσεις στις κατασκευές.