Μπορεί οι αγορές να στοιχηματίζουν για το πότε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα προχωρήσει στην πρώτη μείωση επιτοκίων, αλλά για τις περισσότερες οικονομίες δεν έχει καταγραφεί, ακόμη, το πλήρες αποτύπωμα της σφιχτής νομισματικής πολιτικής του προηγούμενου έτους.
Αρκετοί βασικοί δείκτες, όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η ING, δείχνουν ότι η επίπτωση των αυξήσεων επιτοκίων έχει περάσει σε μεγαλύτερο ποσοστό στις οικονομίες της βόρειας Ευρώπης, ενώ αυτές της νότιας θα «νοιώσουν» τις επιπτώσεις εντός του τρέχοντος έτους.
Το πρώτο πλήγμα των αυξήσεων επιτοκίων καταγράφηκε στα χρηματιστήρια, με αυτά χωρών όπως Γερμανία, Ολλανδία και Γαλλία να δέχονται αρκετά μεγάλες πιέσεις, σε αντίθεση με τους δείκτες σε Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία, που ακολούθησαν πολύ καλύτερη πορεία.
Φυσικά αυτή η πορεία θα πρέπει να αποδοθεί και στο γεγονός ότι οι χώρες του Νότου επωφελούνται πολύ περισσότερο από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, την εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων αλλά και τη διάθεση των επενδυτών για καλύτερες αποδόσεις στις τοποθετήσεις τους.
Αυτή, όμως, η ευνοϊκή εικόνα αναμένεται να αλλάξει, αν και όχι δραματικά, κατά το τρέχον έτος. Απλώς χρειάζεται λίγος χρόνος μέχρι να επηρεάσει πραγματικά η σύσφιξη την οικονομία.
Η πρώτη ένδειξη που υπάρχει είναι τα στοιχεία για τα δάνεια. Ο όγκος των δανείων μειώνεται επί του παρόντος στις περισσότερες οικονομίες της Νότιας Ευρώπης. Στην Ιταλία, η κατάσταση μοιάζει πραγματικά μάλλον σοβαρή, καθώς η ετήσια πτώση του δανεισμού των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων κατά 6% είναι χειρότερη από ό,τι κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης του ευρώ.
Στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία παρατηρείται μείωση του όγκου δανεισμού τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, ενώ στις οικονομίες της Βόρειας Ευρώπης εξακολουθεί να παρατηρείται ετήσια αύξηση του δανεισμού.
Ωστόσο, ο αντίκτυπος των υψηλότερων επιτοκίων δεν παρατηρείται μόνο στα νέα δάνεια και τις νέες επενδύσεις. Επιδρά επίσης στην οικονομία μέσω της αύξησης των πληρωμών τόκων. Τα μέσα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων έχουν αυξηθεί περισσότερο στη νότια Ευρώπη, καθώς τα κυμαινόμενα επιτόκια στα ενυπόθηκα δάνεια είναι πιο συνηθισμένα.
Ο αντίκτυπος των υψηλότερων επιβαρύνσεων από τόκους θα μπορούσε να εκδηλωθεί μέσω προσαρμογών στην αγορά κατοικίας και εξασθενημένης κατανάλωσης, καθώς μειώνουν τις δυνατότητες για διαθέσιμες δαπάνες αλλού. Και υπάρχει ένας άλλος δίαυλος μετάδοσης μέσω του οποίου τα υψηλότερα επιτόκια ενυπόθηκων δανείων θα επηρεάσουν τις οικονομίες: οι εξοφλήσεις ενυπόθηκων δανείων έχουν αυξηθεί σημαντικά στην Ιταλία και την Ισπανία από τότε που άρχισαν να εφαρμόζονται τα υψηλότερα επιτόκια. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι τα υψηλότερα επιτόκια έχουν πυροδοτήσει μια διαδικασία απομόχλευσης των νοικοκυριών στον νότο, η οποία θα επιβαρύνει την κατανάλωση και την οικονομική δραστηριότητα.
Εξετάζοντας τις καθαρές πληρωμές επιτοκίων για τις επιχειρήσεις, αποδεικνύεται ότι οι γερμανικές και ολλανδικές εταιρείες δεν έχουν δει σχεδόν καμία επίπτωση μέχρι στιγμής. Αυτό θα μπορούσε επίσης να οφείλεται στο γεγονός ότι διατηρούν περισσότερα ταμειακά αποθέματα, τα οποία έχουν αρχίσει να δημιουργούν θετικές ροές τόκων. Στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, οι καθαρές πληρωμές τόκων έχουν αυξηθεί στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων επτά και πλέον ετών.
Για τις κυβερνήσεις, οι πληρωμές τόκων αρχίζουν επίσης να αυξάνονται, αλλά και πάλι πολύ περισσότερο στον Νότο από ό,τι στον Βορρά. Ενώ οι περισσότερες χώρες έχουν επιμηκύνει τη μέση διάρκεια του χρέους τους, τα υψηλότερα επιτόκια αρχίζουν να οδηγούν σε υψηλότερες πληρωμές τόκων. Σημειώνουμε ότι η αύξηση ήταν ταχύτερη στην Ιταλία, όπου οι καθαρές πληρωμές επιτοκίων έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του 2015.
Να σημειωθεί εδώ ότι στην Ελλάδα η εικόνα είναι πολύ καλύτερα λόγω του ευνοϊκού προφίλ που έχει το ελληνικό χρέος, ενώ ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται στην κατοχή του επίσημου τομέα.
Η ING, αναφερόμενη στις οικονομίες του Νότου, τονίζει ότι το χάσμα θα διευρυνθεί, καθώς όλο και περισσότερο χρέος μετακυλίεται, δημιουργώντας περισσότερες πιέσεις για ύπαρξη αντιπαραθέσεων ως προ την εφαρμογή μίας σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής, στην οποία, όπως πάντα, πρωτοστατεί η Γερμανία.
«Ακόμη και εάν η ΕΚΤ ξεκινήσει, το πιθανότερο τον Ιούνιο, τις μειώσεις επιτοκίων, το 2024 θα είναι ένα έτος όπου θα ξεδιπλωθεί ο πλήρης αντίκτυπος της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής των τελευταίων 18 μηνών. Ενώ οι νότιες χώρες της ευρωζώνης φάνηκε παραδόξως να αψηφούν τις αρνητικές επιπτώσεις της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής πέρυσι, φοβόμαστε ότι δεν θα δούμε κάτι παρόμοιο το 2024», σημειώνει χαρακτηριστικά η ING.