Η επιτυχία του νόμου για την πρώτη κατοικία φαίνεται ότι θα κριθεί… στην παράταση, καθώς οι μεγάλες τεχνικές δυσκολίες, που καθυστέρησαν τη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την υποβολή αιτήσεων ως τα μέσα Σεπτεμβρίου, υποχρεώνουν την κυβέρνηση να ζητήσει από την Κομισιόν μια μικρή επέκταση της προθεσμίας λήξης της ισχύος του νόμου.
Το θέμα θα συζητηθεί, σύμφωνα με πληροφορίες, από αύριο με τους επικεφαλής των Θεσμών, που θα βρεθούν στην Αθήνα και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που γίνονται από κυβερνητικά και τραπεζικά στελέχη, η ελληνική πρόταση για την παράταση, πιθανότατα κατά ένα τρίμηνο, μπορεί να μην ενθουσιάζει τους επιτηρητές, αλλά είναι από αυτές που δεν μπορούν να αρνηθούν.
Σε περίπτωση που δεν αλλάξει η καταληκτική προθεσμία για τις αιτήσεις, εκτιμάται ότι η αποτυχία στην εφαρμογή του νόμου θα είναι παταγώδης και δεν θα βγουν χαμένοι μόνο οι δανειολήπτες, αλλά και το τραπεζικό σύστημα, που θα χάσει την ευκαιρία να «πρασινίσει» πολλά «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια και να επωφεληθεί από τις επιδοτήσεις που θα προσφέρει το Δημόσιο στους πιο αδύναμους δανειολήπτες.
Η Κομισιόν είναι γνωστό ότι πίεζε από πέρυσι να δοθεί οριστικό τέλος στην προστασία της πρώτης κατοικίας με τις διατάξεις του νόμου Κατσέλη και είχε ξεκαθαρίσει ότι ο διάδοχος νόμος, που τελικά εγκρίθηκε, θα έπρεπε να ήταν πραγματικά μια τελευταία ευκαιρία με «σφιχτές» προθεσμίες, ώστε να μπορέσουν οι τράπεζες να εφαρμόσουν με αυστηρότητα τις διαδικασίες αναγκαστικής είσπραξης, δηλαδή να προχωρήσουν σε πλειστηριασμούς.
Ήδη, η εκτίμηση των Θεσμών ότι η ισχύς του νόμου για την προστασία της πρώτης κατοικίας θα έφερνε «βραχυκύκλωμα» στους πλειστηριασμούς, ακριβώς την ώρα που είχαν αρχίσει να αυξάνονται, μετά την εφαρμογή της ηλεκτρονικής διαδικασίας, έχει επιβεβαιωθεί. Οι πλειστηριασμοί δεν σταμάτησαν βέβαια, αλλά θα μπορούσαν να αυξάνονται με πολύ ταχύτερους ρυθμούς, αν οι τράπεζες δεν περίμεναν μήπως οι δανειολήπτες αξιοποιήσουν το νόμο για την τελευταία ευκαιρία.
Μια νέα παράταση αναμφίβολα δεν γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους επιτηρητές, όμως εκτιμάται ότι θα «ανάψουν πράσινο», καθώς μπορεί μεν η πλατφόρμα να τέθηκε, έστω και με καθυστέρηση, σε κανονική λειτουργία, αλλά έχουν μείνει μόνο τρεις μήνες για την εφαρμογή του νόμου και έχει ολοκληρωθεί η ρύθμιση μόνο σε δέκα (!) περιπτώσεις.
Δηλαδή, ουσιαστικά χάθηκε όλο το καλοκαίρι και το ρολόι αρχίζει να μετράει από τα τέλη Σεπτεμβρίου, με κίνδυνο να μην έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα η ρύθμιση, παρότι όλες οι τράπεζες την υποστηρίζουν θερμά και έχουν ενημερώσει ήδη όλους τους δυνητικά ενδιαφερόμενους πελάτες για την τελευταία ευκαιρία.
Η κρατική επιδότηση
Σημειώνεται ότι η Κομισιόν ενέκρινε σχετικά γρήγορα, με βάση την κοινοτική νομοθεσία για τον Ανταγωνισμό, τη χορήγηση κρατικής επιδότησης στους δανειολήπτες, καθώς υπήρχε το προηγούμενο της Κύπρου. Εκεί η έγκριση δόθηκε με μεγάλη χρονική υστέρηση, καθώς ήταν η πρώτη φορά που εξετάσθηκε περίπτωση επιδότησης δανειοληπτών και έπρεπε να κριθεί αν αυτό αποτελούσε έμμεση κρατική ενίσχυση στις τράπεζες.
Όπως τόνισε ο κ. Σταϊκούρας σε δήλωσή του, αμέσως μετά την ανακοίνωση της έγκρισης, «η επιδότηση ανέρχεται μέχρι 50% για τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια και 30% για τα επιχειρηματικά δάνεια, με μέγιστο ποσό ενίσχυσης 200 χιλιάδες ευρώ στην τριετία, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό de minimis.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε ότι το πρόγραμμα επιδότησης έχει ετήσιο προϋπολογισμό ύψους περίπου 132 εκατ. ευρώ (σ.σ.: μέχρι στιγμής οι εκταμιεύσεις για φέτος βρίσκονται πολύ κοντά στο απόλυτο μηδέν…), θέτει αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας όσον αφορά την αξία της πρώτης κατοικίας και του εισοδήματος του δανειολήπτη, ώστε να διασφαλίζεται ότι απευθύνεται μόνο σε όσους έχουν ανάγκη.
Οι επιλέξιμοι δανειολήπτες θα λάβουν επιχορήγηση υπό την προϋπόθεση ότι:
- Τα δάνειά τους είναι εξασφαλισμένα έναντι της κύριας κατοικίας τους, και
- Συνεχίζουν να πληρώνουν το υπόλοιπο μέρος της μηνιαίας πληρωμής τους. Εάν ο δανειολήπτης σταματήσει να εξυπηρετεί το δάνειό του, προβλέπεται ότι η τράπεζα θα μπορεί να ξεκινήσει τον πλειστηριασμό του ακινήτου. Όλες οι τράπεζες θα πρέπει να αναδιαρθρώσουν τα δάνεια των επιλέξιμων δανειοληπτών σύμφωνα με τις ίδιες απαιτήσεις που ορίζει το κράτος.
Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τα άτομα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, το μέτρο δεν συνεπάγεται κρατική ενίσχυση. Όσον αφορά τις τράπεζες που χορήγησαν τα δάνεια, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το καθεστώς θα προσφέρει ένα έμμεσο πλεονέκτημα διότι αυξάνει το ποσό αποπληρωμής που οι τράπεζες είναι πιθανό να λάβουν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Ταυτόχρονα, η αξιολόγηση της Επιτροπής έδειξε ότι αυτή η έμμεση ενίσχυση δεν θα δημιουργούσε αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, επειδή η ενίσχυση περιορίζεται στα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου της να εξασφαλίσει ότι οι δανειολήπτες δεν θα χάσουν το σπίτι στο οποίο ζουν.