Η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής μέσα από μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2021, αλλά και η δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελούν τις δύο σημαντικότερες προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, όπως τόνισε σήμερα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.
Ο κ. Στουρνάρας αναγνώρισε την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην οικονομία τους τελευταίους μήνες και εξήρε τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της κυβέρνησης, τονίζοντας: «Η κυβέρνηση έχει πραγματοποιήσει ένα δυναμικό ξεκίνημα και έχει υιοθετήσει και εφαρμόζει ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και οικονομικών πολιτικών, πολύ πιο φιλόδοξο από το πρόγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τους θεσμούς, εστιάζοντας στην επανεκκίνηση εγκεκριμένων εμβληματικών επενδυτικών έργων, στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, στην προσέλκυση επενδύσεων, στην αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης και στη μείωση της φορολογίας. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια ήδη αποδίδει καρπούς, καθώς έχει οδηγήσει στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και έχει γίνει δεκτή με θετικά σχόλια από τους διεθνείς επενδυτές και τους Ευρωπαίους εταίρους».
Ταυτόχρονα, όμως, ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε τα σοβαρά εναπομένοντα προβλήματα και προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας, «που αφορούν: το υψηλό δημόσιο χρέος (παρά βεβαίως τη σημαντική βελτίωση της βιωσιμότητάς του, που θεωρείται εξασφαλισμένη μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup από το 2012 έως το 2018), το πολύ υψηλό ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, τη μεγάλη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας, το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, το μεγάλο επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε εξαιτίας της πολυετούς ύφεσης, και τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα».
Οι έξι προτεραιότητες
Για την επιτάχυνση της ανάκαμψης και την αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων, ο κ. Στουρνάρας πρότεινε έξι βασικές προτεραιότητες για την οικονομική πολιτική:
- Η εφαρμογή μιας μακροχρόνιας δημοσιονομικής πολιτικής και ενός δημοσιονομικού μίγματος που θα αποβλέπουν στην ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, χωρίς όμως να αποτελούν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη. Εκτιμάται από την Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από τη διεξαγωγή άσκησης βιωσιμότητας του χρέους με τη χρήση κατάλληλου υποδείγματος, ότι η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα για το 2021 και το 2022 σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο από το σημερινό, δεν θα επηρέαζε ούτε κατ’ ελάχιστον τη βιωσιμότητα του χρέους, ενώ θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό μάλιστα με την έγκαιρη υλοποίηση των απαραίτητων και συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Υπέρ της εκτίμησης αυτής συνηγορούν η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων καθώς και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ που ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο.
- Η ριζική αντιμετώπιση των προκλήσεων στον τραπεζικό τομέα, με τα συστημικά μέσα που προαναφέρθηκαν και τον εκσυγχρονισμό και την ενιαιοποίηση του καθεστώτος αφερεγγυότητας, που η κυβέρνηση επεξεργάζεται και πρόκειται να εφαρμόσει εντός του α’ εξαμήνου του 2020.
- Η ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης», δηλ. της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάδοση της τεχνολογίας, τονώνουν την επιχειρηματικότητα και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων.
- Η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας. Τα ποσοστά ανεργίας των νέων, των γυναικών και των μακροχρόνια ανέργων παραμένουν υψηλά και αναδεικνύουν την ανάγκη διατήρησης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας αφενός και εφαρμογής επιπρόσθετων στοχευμένων πολιτικών στήριξης της απασχόλησης για αυτές τις ομάδες αφετέρου.
- Η αντιστροφή του brain drain, δηλαδή της μαζικής φυγής στο εξωτερικό ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δεξιότητες και επαγγελματικά προσόντα. Το φαινόμενο αυτό επηρέασε σημαντικά το μέγεθος και την ποιότητα του εργατικού δυναμικού, επιδείνωσε τους δημογραφικούς δείκτες της χώρας και διεύρυνε το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων. Συνεπώς, η χάραξη και η αξιόπιστη εφαρμογή μιας ολιστικής εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα βασίζεται στην ενδελεχή ανάλυση των κλάδων παραγωγής με σκοπό την ταυτοποίηση των απαιτούμενων δεξιοτήτων υψηλής εξειδίκευσης είναι προτεραιότητα για την αναστροφή του φαινομένου (“brain regain”).
- Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους ώστε να καλύπτουν το σύνολο των τομέων όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας. Ενδεικτικά, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, την επιτάχυνση των διαδικασιών για την απόκτηση (μέσω αγοραπωλησίας) και εγγραφή εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και για την έκδοση οικοδομικών αδειών και τη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Σύμφωνα με τους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης, ειδικά αν οι μεταρρυθμίσεις εστιάσουν στη βελτίωση του κράτους δικαίου, της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος και της αποτελεσματικότητας της διοίκησης καθώς και στον έλεγχο της διαφθοράς.
Ενισχυμένη η ανάπτυξη
Όπως ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ, τα στοιχεία δείχνουν ότι ενισχύεται η οικονομική ανάκαμψη, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Ειδικότερα,
- Η ανάπτυξη πρωτίστως υποστηρίχθηκε από τη θετική συμβολή των εξαγωγών, κυρίως υπηρεσιών, λόγω της σημαντικής ανόδου των τουριστικών εσόδων και των εσόδων από τη ναυτιλία, αλλά και αγαθών. Θετική συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ είχε και η δημόσια κατανάλωση. Ωστόσο, η επενδυτική ζήτηση παρέμεινε υποτονική το εννεάμηνο. Οριακά θετική συμβολή στη διαμόρφωση του ΑΕΠ είχε η ιδιωτική κατανάλωση.
- Η ανάκαμψη της οικονομίας εκτιμάται ότι συνεχίστηκε και το δ΄ τρίμηνο του 2019. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι βραχυχρόνιοι οικονομικοί δείκτες, όπως η βιομηχανική παραγωγή, καταγράφουν λιγότερο θετική εικόνα , ο δείκτης οικονομικού κλίματος διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία δώδεκα χρόνια, ενώ και ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) υποδηλώνει ισχυρή ανάπτυξη στον τομέα της μεταποίησης, παραμένοντας σταθερά πάνω από το όριο του 50.
- Ταυτόχρονα, καταγράφονται ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά μηνύματα, όπως η άνοδος της αγοράς ακινήτων, η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας και η επιτάχυνση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η σημαντική αύξηση των επενδύσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, η αύξηση της αποταμίευσης και της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από τις τράπεζες και τις κεφαλαιαγορές, καθώς και η ανοδική πορεία των εσόδων από τον τουρισμό τα τελευταία έτη. Η πορεία αυτών των δεικτών υποδηλώνει σημαντική ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση.
- Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2019 εκτιμάται ότι ήταν 2,2%, ενώ προβλέπεται ότι θα επιταχυνθεί σε 2,5% τόσο για το 2020 όσο και για το 2021. Η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται θετική καθ’ όλη την περίοδο της πρόβλεψης. Εντούτοις, η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι θα αυξηθεί με σχετικά ήπιους ρυθμούς, καθώς τα νοικοκυριά αναμένεται να χρησιμοποιήσουν μέρος της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος για την αποπληρωμή χρεών, ενώ παράλληλα θα αυξηθεί και η αποταμίευση. Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα ενισχυθούν σημαντικά φέτος και το 2021.
- Στην αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να συμβάλουν η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, η σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης, η επίσπευση των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων (fast track) και των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) καθώς και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Επιπλέον, θεσμικές πρωτοβουλίες, όπως η πρόσφατη ψήφιση του επενδυτικού νόμου, οι αναπτυξιακές παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2020 και η υιοθέτηση του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων με τίτλο «Η Ελλάδα μπροστά», αναμένεται ότι θα συντείνουν στην υλοποίηση νέων, παραγωγικών επενδύσεων.