Την προκήρυξη τριήμερου εθνικού πένθους μετά την απώλεια του μεγάλου συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ανακοίνωσε στην έναρξη του σημερινού υπουργικού συμβουλίου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σύσσωμος ο πολιτικός και καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας εξέφρασε με ανακοινώσεις τους την ευγνωμοσύνη του για την προσφορά του Μ. Θεοδωράκη στην Ελλάδα, ενώ ο θάνατός τους έχει γίνει πρώτο θέμα σε δεκάδες διεθνή ΜΜΕ.
Αικ. Σακελλαροπούλου: Πανέλληνας και ταυτόχρονα οικουμενικός δημιουργός
Για έναν «πανέλληνα και ταυτόχρονα οικουμενικό δημιουργό, ένα ανεκτίμητο κεφάλαιο του μουσικού μας πολιτισμού» κάνει λόγο η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αναφερόμενη στην απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη.
«Ο Μίκης Θεοδωράκης, την απώλεια του οποίου πενθούμε σήμερα, υπήρξε ένας πανέλληνας και ταυτόχρονα οικουμενικός δημιουργός, ένα ανεκτίμητο κεφάλαιο του μουσικού μας πολιτισμού. Του χαρίστηκε μια πλούσια και γόνιμη ζωή που την βίωσε με πάθος, μια ζωή ταγμένη στη μουσική, τις τέχνες, τον τόπο μας και τους ανθρώπους του, αφοσιωμένη στις ιδέες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης» σημειώνει η κ. Σακελλαροπούλου.
Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι «ο Μίκης δοκιμάστηκε σε όλα τα είδη της μουσικής - το τραγούδι, το ορατόριο, τη συμφωνική μουσική, τη μουσική για τον κινηματογράφο - με εξαιρετική επιτυχία. Έγραψε μελωδίες που συνυφάνθηκαν με την ιστορική και κοινωνική πορεία της Ελλάδας τα μεταπολεμικά χρόνια, μουσικές που λειτούργησαν σαν παρότρυνση, σαν παρηγοριά, σαν διαμαρτυρία, σαν στήριγμα στις ζοφερές περιόδους της νεότερης ιστορίας μας».
Yπήρξε «πάντα "πολιτικός", συνέδεσε την πολιτική πράξη με την υπέρβαση και τον αγώνα. Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίστηκε "μόνος, ανένταχτος, ανεξάρτητος, αυτοστρατευμένος". Ταγμένος στην εθνική αξιοπρέπεια, την ανθρωπιά και την ομοψυχία, δεν έπαψε ποτέ να είναι ένας βαθύς, πολυσχιδής δημιουργός, κι ένας καλλιτέχνης που επέμενε ως το τέλος να βλέπει τον κόσμο με τον ρομαντισμό και την εμπιστοσύνη μιας αιώνιας, ακατάλυτης νιότης».
Κυρ. Μητσοτάκης: Η Ρωμιοσύνη σήμερα κλαίει
«Τη σημερινή μας συνεδρίαση σκιάζει δυστυχώς μία πολύ θλιβερή είδηση: Ο Μίκης Θεοδωράκης περνά πια στην αιωνιότητα. Η φωνή του σίγησε και μαζί του σίγησε και ολόκληρος ο Ελληνισμός», ανέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκινώντας την εισαγωγική τοποθέτησή του στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Και τόνισε: «Όπως είχε γραφτεί και για τον Παλαμά, ‘όλοι είχαμε ξεχάσει πως είναι θνητός'. Όμως, μας αφήνει παρακαταθήκη τα τραγούδια του, την πολιτική του δράση, αλλά και την εθνική του προσφορά σε κρίσιμες στιγμές. Η Ρωμιοσύνη σήμερα κλαίει. Και γι' αυτό και με απόφαση της κυβέρνησης από σήμερα κηρύσσεται τριήμερο εθνικό πένθος.
Όπως ξέρετε, είχα την τιμή να τον γνωρίζω για πολλά χρόνια και σχετικά πρόσφατα μάλιστα τον είχα επισκεφτεί. Οι συμβουλές του ήταν πάντα πολύτιμες για μένα, κυρίως αυτές που αφορούσαν στην ενότητα του λαού μας και στην υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών. Πιστεύω πως η καλύτερη τιμή προς αυτόν τον παγκόσμιο Έλληνα θα είναι εμείς, με το καθημερινό μας έργο, να κάνουμε πράξη αυτό ακριβώς το μήνυμά του. Ο Μίκης είναι η Ιστορία μας και πρέπει να τη συνεχίσουμε όπως θα ήθελε και εκείνος».
Αλ.Τσίπρας: Ο Μίκης έδωσε φως στις ψυχές μας
«Ο Μίκης έδωσε φως στις ψυχές μας. Σημάδεψε με το έργο του τη ζωή και τη διαδρομή όσων διάλεξαν το δρόμο της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης», σημειώνει ο Αλέξης Τσίπρας σε ανάρτησή του στο Facebook.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπογραμμίζει ότι «ο αξεπέραστος συνθέτης, ο αγωνιστής, ο κομμουνιστής, ο ακτιβιστής, μέσα από τη μουσική, τη ζωή, τις μάχες και τις αντιφάσεις του, έδωσε νέο νόημα στην ελευθερία, τον πολιτισμό, την τέχνη, τη συμμετοχή. Τον αποχαιρετούμε με τη βεβαιότητα ότι αυτό που αφήνει πίσω του είναι ανεξίτηλο. Στην ψυχή του λαού μας, στην ταυτότητα της πατρίδας μας, στην πολιτιστική κληρονομιά της οικουμένης», τονίζει ο κ. Τσίπρας.
Γεννηματά: Αποχαιρετούμε με θλίψη, σεβασμό και τιμή τον Μίκη Θεοδωράκη
«Αποχαιρετούμε με θλίψη, σεβασμό και τιμή τον Μίκη Θεοδωράκη. Τον αστείρευτο συνθέτη, τον Μίκη του πολιτισμού και των αγώνων» αναφέρει σε δήλωσή της η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής, Φώφη Γεννηματά για τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη. «Ο Μίκης Θεοδωράκης δημιούργησε ένα τεράστιο πολιτιστικό κεφάλαιο για τον τόπο, ενώ οι ιδέες του και οι πολιτικοί του αγώνες που ενέπνευσαν περισσότερες από μία γενιά, αποτελούν παρακαταθήκες για τη δημοκρατία, την ελευθερία, την εθνική αξιοπρέπεια» σημειώνει στη δήλωσή της η κ. Γεννηματά και συμπληρώνει: «Με το έργο του ενέπνευσε και εξέφρασε όλη τη ρωμιοσύνη που θρηνεί σήμερα. Πρόβαλε το όνομα της Ελλάδας, μέσα από τη μουσική του και το κύρος του ονόματός του σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Συνέβαλε στην προβολή της ελληνικής ποίησης, μελοποιώντας Έλληνες ποιητές που ο λόγος τους έφτασε στα πέρατα του κόσμου. Στις δύσκολες στιγμές για τη δημοκρατία, τα τραγούδια του ήταν φάρος ελπίδας που δεν έσβησε ποτέ για εκατομμύρια Έλληνες. Όλοι μεγαλώσαμε, ερωτευτήκαμε, γίναμε ενεργοί πολίτες, πιαστήκαμε χέρι - χέρι σε συγκεντρώσεις και συναυλίες, τραγουδήσαμε, κλάψαμε από συγκίνηση κάτω από τους ήχους της μουσικής του».
Και η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής καταλήγει: «Ο ίδιος θα μας λείψει. Το έργο του θα είναι εδώ να μας εμπνέει και κυρίως να μας ενώνει όλους, να αγωνιστούμε για την Ελλάδα που ονειρευόμαστε, την Ελλάδα που μπορεί. Γιατί αυτό θα ήθελε κι ο ίδιος ο Μίκης. Ο Μίκης της νιότης μας, των αγώνων μας και της καρδιάς μας!».
ΚΚΕ: Με τη μουσική του Μίκη θα συνεχίζουμε να πορευόμαστε...
Στην ανακοίνωσή του το ΚΚΕ τονίζει ότι: «Με βαθιά συγκίνηση κι ένα ακατάπαυστο χειροκρότημα αποχαιρετούμε τον Μίκη Θεοδωράκη, αγωνιστή-δημιουργό, οδηγητή και πρωτεργάτη μιας νέας, μαχόμενης τέχνης στη μουσική. Ορμητικός, εμπνευσμένος και φλεγόμενος από το πάθος της προσφοράς στο λαό, ο Θεοδωράκης κατόρθωσε να χωρέσει στο μεγαλειώδες έργο του όλο το έπος της λαϊκής πάλης του 20ου αιώνα στη χώρα μας. Άλλωστε, μέρος αυτού του έπους υπήρξε και ο ίδιος»...«Η μουσική του Μίκη είναι ζυμωμένη με όλα εκείνα τα υλικά που φτιάχνουν τη μεγάλη τέχνη, την τέχνη που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής της και προαισθάνεται το επερχόμενο. Το αίσθημα, το φρόνημα, η μνήμη και η πείρα του λαού που αγωνίζεται, είναι η πηγή της έμπνευσής του. «Ό,τι φτιάξαμε το πήραμε από το λαό και στο λαό το επιστρέφουμε» έλεγε και αυτό δεν ήταν σεμνοτυφία. Ο Θεοδωράκης είχε βαθιά συνείδηση ότι για το προσωπικό του καλλιτεχνικό κατόρθωμα σπουδαίο ρόλο έπαιξε η εποχή του. Είχε απόλυτη επίγνωση ότι στον ιδιαίτερο τρόπο και τον δυναμισμό της τέχνης του αντανακλούσαν οι πράξεις του λαού κι ότι η δική του συμμετοχή στη λαϊκή δράση, παρότι τον αποσπούσε σε κάποιο βαθμό από τη δημιουργία του, ήταν το οξυγόνο της. «Ο καλλιτέχνης που ζει και δημιουργεί μέσα στην πάλη, εξασφαλίζει ξεχωριστή θέση για το έργο του» δήλωνε. Το έργο του είναι λαμπρή απόδειξη ότι η μεγάλη τέχνη είναι πάντα πολιτική είτε το επιδιώκει είτε δεν το επιδιώκει ο δημιουργός της».
Πρώτη είδηση στα διεθνή ΜΜΕ ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη
Πρώτη είδηση αποτελεί στα μέσα ενημέρωσης της Ιταλίας, ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη. «Πένθος, έφυγε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο συνθέτης του "Ζορμπά" που δημιούργησε το συρτάκι». «Ο πιο γνωστός έλληνας συνθέτης κάθε εποχής, πέθανε σε νοσοκομείο της Αθήνας, σε ηλικία 96 ετών, μετά από μια μακρά ζωή, γεμάτη τιμές, πόνο, συνυφασμένη με ορισμένα από τα τραγικότερα γεγονότα του περασμένου αιώνα», γράφει το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων Ansa. Η εφημερίδα La Stampa, στην ηλεκτρονική της έκδοση αναφέρει ότι «ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν σύμβολο του ελληνικού πολιτισμού» και «αφιέρωσε την ζωή του στην μουσική και στην πολιτική».
Η είδηση του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη κυριαρχεί εδώ και λίγη ώρα στα γερμανικά ΜΜΕ, τα οποία αναφέρονται τόσο στο καλλιτεχνικό έργο όσο και στην πολιτική δράση του μεγάλου Έλληνα δημιουργού. «Ο Θεοδωράκης θεωρείτο ο διασημότερος συνθέτης της Ελλάδας στον 20ό αιώνα. Ειδικά, η μουσική του για την ταινία "Αλέξης Ζορμπάς" και το "Κάντο Χενεράλ" σε στίχους του Πάμπλο Νερούντα τον έκαναν διάσημο παγκοσμίως», αναφέρει στην ιστοσελίδα της η Γερμανική Ραδιοφωνία, ενώ το περιοδικό Focus κάνει λόγο για τον θάνατο του δημιουργού της μουσικής για το «Συρτάκι». «Κανένας άλλος δεν κατάφερε να ερμηνεύσει την ελληνική νοοτροπία με τόσο πρωτότυπο τρόπο και να την κάνει γνωστή σε όλον τον κόσμο. Όμως ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ήταν απλώς ένας συνθέτης, ένας μουσικός και μαέστρος. Ήταν αντιστασιακός και πολιτικός», σημειώνει το περιοδικό και παραθέτει βιογραφικά στοιχεία του συνθέτη, ενώ τονίζει ότι στην Ελλάδα τα ΜΜΕ έχουν διακόψει τη ροή του προγράμματός τους και προβάλλουν ειδικά αφιερώματα.
Στον θάνατο του μεγάλου έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος με τη "συναρπαστική μουσική" που έγραψε για την ταινία του 1964 "Αλέξης Ζορμπάς" ("Zorba the Greek") συνέβαλε στην προώθηση της εικόνας της ηλιόλουστης και ανέμελης χώρας για εκατομμύρια τουρίστες, αναφέρεται με τηλεγράφημά του το πρακτορείο Reuters, το οποίο επικαλείται τις δηλώσεις της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη για την μεγάλη απώλεια.
Το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP) μετέδωσε επίσης την είδηση του θανάτου του μεγάλου έλληνα συνθέτη κάνοντας λόγο για έναν "αντιστασιακό, πολέμιο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, ο οποίος έγινε γνωστός από την μουσική που συνέθεσε για ταινία 'Ζορμπάς', η οποία τραγουδήθηκε σε όλο τον κόσμο".
Το AFP συνεχίζει γράφοντας ότι ο Θεοδωράκης υπήρξε "ο δημιουργός ενός γιγαντιαίου έργου και ο διασημότερος έλληνας συνθέτης", ο οποίος έγινε "το σύμβολο της αντίστασης στην Ελλάδα στη διάρκεια των χρόνων".
"Όταν είχα πάει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μπορούσες να βάλεις λεφτά σε ένα τζουκμπόξ και να ακούσεις τους σπουδαιότερους ποιητές της Ελλάδας μέσα από την μουσική του", είχε δηλώσει η ίδια το 2018 στο αμερικανικό ραδιόφωνο NPR.
Την απώλεια του κορυφαίου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη έχει ως πρώτη είδηση στην κορυφή της ιστοσελίδας του το Αυστριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΑ), ενώ η δημόσια Αυστριακή Ραδιοφωνία, ήδη στο δελτίο ειδήσεων της, στις 11:00 ώρα Ελλάδας, παρουσίασε αφιέρωμα στον μεγάλο εκλιπόντα, τονίζοντας τους μεγάλους αγώνες του κατά των Γερμανών κατακτητών, την αντίστασή του κατά της χούντας των συνταγματαρχών, τον ρόλο του στην πολιτική, αλλά και το τεράστιο μουσικό έργο του.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, γι' αυτό πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, από τη Μυτιλήνη, τη Σύρο και την Αθήνα έως τα Ιωάννινα, το Αργοστόλι, την Πάτρα, τον Πύργο και την Τρίπολη. Τα πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν οι ψαλμωδίες της ορθόδοξης εκκλησίας, στις οποίες έπαιρνε μέρος σαν ψάλτης.
Τη διετία 1937-1939 πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού στο Ωδείο Πατρών και δημιούργησε τα πρώτα του τραγούδια, συνθέσεις οι οποίες βασίστηκαν σε στίχους των Σολωμού, Παλαμά, Δροσίνη και Βαλαωρίτη, τους οποίους έβρισκε άλλοτε στα σχολικά βιβλία και άλλοτε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή» και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται.
Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου το 1943 ξεκινάει μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και γνωρίζεται με την έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική. Ως εκείνη την εποχή, έχει επηρεαστεί από τη βυζαντινή μουσική, έχει σχηματίσει χορωδία και έχει συνθέσει τραγούδια και κομμάτια για βιολί και πιάνο. Παράλληλα αναπτύσσει αντιστασιακή δράση. Εντάσσεται στην ΕΠΟΝ και το 1944 γίνεται γραμματέας εκπολιτισμού. Τον ίδιο χρόνο εντάσσεται στον εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθηνών και λαμβάνει μέρος σε μάχες κατά των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθώς και στα Δεκεμβριανά. Λόγω των προοδευτικών του ιδεών, καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Το 1947 εξορίζεται στην Ικαρία και ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στη Μακρόνησο, από την οποία απολύεται τον Αύγουστο του 1949.
Εξαιτίας της πολιτικής του δράσης και των διώξεων που υπέστη καθυστέρησε να πάρει το δίπλωμά του από το Ωδείο στην αρμονία, την αντίστιξη και τη φούγκα, γεγονός που συνέβη το 1950. Από το 1954 μέχρι το 1957, σπούδασε στο Παρίσι με υποτροφία και συνέγραψε τις τρεις μουσικές μπαλέτου «Αντιγόνη», «Les Amants de Teruel» και «Le Feu aux Poudres», οι οποίες γνώρισαν επιτυχία στη γαλλική πρωτεύουσα και στο Λονδίνο, ενώ την ίδια περίοδο συνέθεσε και το έργο «Οιδίπους Τύραννος». Το 1957 λαμβάνει το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Μόσχας για την «Πρώτη Συμφωνία για πιάνο και ορχήστρα».
Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα. Ήδη από το Παρίσι είχε πάρει τις μεγάλες μουσικές αποφάσεις του. Διαφωνώντας ριζικά με τις νέες τάσεις και φορτωμένος συναισθηματισμό, λυρισμό και παράδοση, συνέθεσε το 1958 τον «Επιτάφιο», σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, έργο που έμελλε να επηρεάσει σοβαρά την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Το «Άξιον εστί» θα γίνει το πρώτο μεγάλο έργο του με χορωδία, το οποίο ο συνθέτης ονομάζει «λαϊκό ορατόριο - μετασυμφωνικό», χαρακτηρισμός που δηλώνει «όχι τόσο την χρονική απόσταση όσο την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη δυτική και την νεοελληνική μουσική τέχνη». Έμπνευσή του είναι η ποίηση του Ελύτη, αλλά και το δημοτικό τραγούδι, ενώ πολλά είναι τα νεωτεριστικά στοιχεία που πλαισιώνουν το έργο, όπως η ταυτόχρονη παρουσία αφενός του αφηγητή-ψάλτη και του λαϊκού τραγουδιστή και αφετέρου της κλασικής και της λαϊκής ορχήστρας.
Το 1963 ιδρύει μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ' όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής. Στο μεταξύ, συνεχίζει την πολιτική του δράση. Γίνεται ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος (1964-67), ενώ το 1963 συλλαμβάνεται επειδή έλαβε μέρος στην 1η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης και ενώ ήταν ήδη γνωστός ως συνθέτης και μάλιστα με μεγάλη δημοτικότητα.
Το 1964 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής της ΕΔΑ στη Β' εκλογική περιφέρεια Πειραιά και, ένα χρόνο αργότερα, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του ίδιου κόμματος. Το 1967, η δικτατορία των συνταγματαρχών απαγορεύει την εκτέλεση, την πώληση και την ακρόαση των τραγουδιών του. Την ίδια χρονιά (1967) γίνεται ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (ΠΑΜ) και λόγω της δράσης του συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ' οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας και, τέλος, το στρατόπεδο Ωρωπού. Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς, ενώ πολλά από τα έργα του κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολιβιέ και Ιβ Μοντάν, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά, το 1970, υπό τις πιέσεις αυτές και με τη μεσολάβηση του Γάλλου πολιτικού και συγγραφέα Ζαν Ζακ Σρεβάν Σρεμπέρ, η δικτατορία τον αφήνει να φύγει στο Παρίσι.
Το ίδιο έτος γίνεται πρόεδρος του ΠΑΜ και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕεσ. Από την απελευθέρωσή του και μέχρι την πτώση της δικτατορίας τον Αύγουστο του 1974, δίνει συναυλίες σε όλο τον κόσμο προπαγανδίζοντας την αντίσταση του ελληνικού λαού και ζητώντας την πτώση της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα τα τραγούδια του ακούγονται παράνομα και γίνεται σύμβολο αντίστασης.
Το 1972 ιδρύει την πολιτική κίνηση «Νέα Ελληνική Αριστερά» και γίνεται συνιδρυτής του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης. Το 1974 ήταν υποψήφιος βουλευτής Β΄ Πειραιά με την «Ενωμένη Αριστερά». Το 1975 επανεξελέγη μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ, ενώ το 1978 συμμετείχε στις δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ. Έναν χρόνο αργότερα έγινε ιδρυτικό μέλος της Κίνησης για την Ενότητα της Αριστεράς (ΚΕΑ).
Μουσικά, στο διάστημα 1967 έως 1980 στρέφεται ιδιαίτερα στη σύνθεση κύκλων τραγουδιών, συνθέτοντας 22 κύκλους, ανάμεσά τους και τα «Τραγούδια του αγώνα», «Ο ήλιος και ο χρόνος», «Μυθιστόρημα», «Αρκαδίες I, II, III, IV, VIII, X, XI», «Μπαλάντες» και άλλα. Αξιομνημόνευτη είναι η σύνθεση του Canto General, ένα παγκοσμίως αγαπημένο έργο βασισμένο στο ποίημα του Πάμπλο Νερούντα. Το έργο άρχισε να συντίθεται στο Παρίσι το 1972, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε στο φεστιβάλ της Humanité τον Σεπτέμβριο του '74, ενώ στην Ελλάδα ακούστηκε για πρώτη φορά στις μεγάλες συναυλίες που έγιναν στο Στάδιο Καραϊσκάκη και στο Γήπεδο του Παναθηναϊκού τον Αύγουστο του 1975.
Το 1981 εξελέγη βουλευτής Β΄ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ και το 1985 βουλευτής Επικρατείας πάλι με το ΚΚΕ. Το 1987 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνοτουρκικής Επιτροπής Φιλίας. Το 1989 γίνεται, μαζί με τον σκηνοθέτη Θεόδωρο Αγγελόπουλο, ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, η οποία απονέμει τα βραβεία «Φελίξ». Στις 16 Οκτωβρίου 1989 συμπεριλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Εξελέγη στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου και επανεξελέγη στις εκλογές του Απριλίου του 1990. Και στις δύο περιπτώσεις κατέθεσε δήλωση ανεξαρτήτου βουλευτή, συνεργαζόμενου με τη ΝΔ. Όπως είχε δηλώσει στον Τύπο, στρατεύτηκε με τη ΝΔ «η οποία είναι η ισχυρή έπαλξη που μπορεί να βγάλει τον τόπο από τα εθνικά αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκε από την οκτάχρονη πολιτική του ΠΑΣΟΚ». Από τις 29 Νοεμβρίου 1989, έως τις εκλογές της 8ης Απριλίου 1990 υπήρξε ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία.
Τον Απρίλιο του 1990 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα ως υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, μέχρι τον Αύγουστο του 1991, οπότε ανέλαβε υπουργός Επικρατείας. Στις 30 Μαρτίου 1992, παραιτήθηκε από το αξίωμα του υπουργού για να αφοσιωθεί, όπως ανέφερε, στο συνθετικό του έργο. Ταυτόχρονα, δήλωσε υποστήριξη στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και συμμετοχή στις εργασίες της Βουλής ως ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη ΝΔ.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1992 υπέβαλε την παραίτησή του από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, επειδή δέχθηκε στο διαγωνιστικό της τμήμα ταινία προερχόμενη από τη δημοκρατία των Σκοπίων, ως προερχόμενη από τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το 1992 συνέθεσε τον ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης και την ίδια χρονιά, στις 12 Οκτωβρίου, κατέθεσε δήλωση ανεξαρτησίας στο προεδρείο της Βουλής, τερματίζοντας τη συνεργασία του με την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι στηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στις 9 Μαρτίου 1993 παραιτήθηκε από βουλευτής και ανέλαβε γενικός διευθυντής των μουσικών προγραμμάτων της ΕΡΤ.
Στις 16 Ιουνίου 1994 παραιτήθηκε από τη θέση του γενικού διευθυντή των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου και τη γενική διεύθυνση της ΕΡΤ για προσπάθεια θανάτωσης του οργανισμού δια της μεθόδου της ασφυξίας. Η παραίτησή του έγινε δεκτή από το ΔΣ της ΕΡΤ στις 5 Οκτωβρίου. Τον Ιούνιο του 1996, ορίστηκε μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Τουρισμού που συστάθηκε από την υπουργό Ανάπτυξης Βάσω Παπανδρέου.
Την 1η Δεκεμβρίου του 2010 ανακοίνωσε την ίδρυση Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών με το όνομα «Σπίθα» ενάντια στο καθεστώς του «Μνημονίου», με στόχο τη συμμετοχή του κάθε ανεξάρτητου πολίτη για την έξοδο της χώρας από τη βαθιά κρίση, στην οποία την υποχρέωσαν η διεθνής κρίση του καπιταλισμού και οι εξαρτημένοι από διεθνή κέντρα εξέχοντες πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι. Την 1η Φεβρουαρίου 2012 μαζί με τον Μανώλη Γλέζο και τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιώργο Κασιμάτη παρουσίασαν την πολιτική κίνηση «ΕΛΑΔΑ» (Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση) με σκοπό τη συγκρότηση ενός μεγάλου αντιμνημονιακού μετώπου.
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 2013 ανακοίνωσε την «αποστρατεία» του από την πολιτική ζωή της χώρας, χωρίς ωστόσο να σταματήσει τις παρεμβάσεις ως το τέλος, όπως όταν τον Μάιο του 2017, μαζί με άλλους ανθρώπους του πνεύματος, καλούσε τον κόσμο να κατέβει στο Σύνταγμα για να διαμαρτυρηθεί «ενάντια στο πραξικοπηματικό και καταστροφικό 4ο μνημόνιο».
Τέλος, δυο σημαντικά μουσικά γεγονότα σημάδεψαν το 2017 όσον αφορά τον σπουδαίο συνθέτη: Η συναυλία που έδωσε στις 24 Μαΐου 2017 στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας η ιστορική ορχήστρα της πόλης, παίζοντας τρία συμφωνικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη (2η και 3η Συμφωνία και το «Οιδίπους Τύραννος») υπό τη διεύθυνση του Baldur Brönnimann, καθώς και η παράσταση - αφιέρωμα «ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΗ» στο Καλλιμάρμαρο στις 19 Ιουνίου. Για πρώτη φορά 1.000 χορωδοί από 30 πόλεις της Ελλάδας σχημάτισαν μία πελώρια χορωδία, η οποία με τη συνοδεία Συμφωνικής Μαντολινάτας απέδωσαν μερικά από τα αριστουργήματα του μεγάλου δημιουργού.