Τους φόβους, αλλά και τους σχεδιασμούς του ΟΤΕ και των άλλων ισχυρών τηλεπικοινωνιακών ομίλων σε πολλές αγορές της Ευρώπης, απέναντι στις μεγάλες αλλαγές που φέρνουν οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, αποκαλύπτει η επιστολή του Μιχάλη Τσαμάζ προς το προσωπικό, με αφορμή την πρόσφατη πολυήμερη απεργία.
Όποιος διαβάσει πίσω από τις γραμμές της οκτασέλιδης επιστολής διαπιστώνει πως ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΤΕ στήνει αναχώματα σε δύο μέτωπα και ετοιμάζεται να επιτεθεί σε ένα τρίτο. Πρώτα, παίρνει αμυντική θέση απέναντι στους πολυεθνικούς ομίλους Over the Top (OTT), από την Google μέχρι την Amazon, οι οποίοι ανά πάσα στιγμή μπορούν να λανσάρουν πανευρωπαϊκά (ή σε συγκεκριμένες αγορές) μια υπηρεσία π.χ. πρόσβασης στο Διαδίκτυο, με χαμηλό κόστος και να «θερίσουν» το πρώην μονοπώλιο.
Το δεύτερο ανάχωμα στήνεται απέναντι στην πιθανή είσοδο ενός τέταρτου παίκτη στην ελληνική αγορά ο οποίος θα κινείται σε τομείς που έχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης και κερδοφορίας, όπως η μετάδοση δεδομένων. Η Ελλάδα δεν είναι Ιταλία, όπου η είσοδος της γαλλικής Iliad, που κυριάρχησε στη μετάδοση δεδομένων με απίστευτες προσφορές, προκάλεσε σοβαρούς πονοκεφάλους.
Όμως, θεωρητικά έχει περιθώρια για εξειδικευμένους παρόχους που, με χαμηλό κόστος, μπορούν να «μαζέψουν τον αφρό» των τηλεπικοινωνιακών εσόδων. Ένας τέτοιος κίνδυνος μπορεί να προκύψει, για παράδειγμα, στην περίπτωση που η Forthnet – η πώληση της οποίας στον όμιλο Μαρινάκη ολοκληρώνεται εντός ημερών – βρει τα πρόσθετα κεφάλαια που απαιτούνται για να παίξει καίριο ρόλο στην αγορά τηλεπικοινωνιών.
Ο Μιχάλης Τσαμάζ δεν αφήνει πολλά περιθώρια εφησυχασμού στην επιστολή του. Όπως γράφει, «είναι θέμα βιωσιμότητας να απαντήσουμε στην πρόκληση ενός ψηφιακού παίκτη ευέλικτου και με χαμηλό λειτουργικό κόστος, που θα κάνει την είσοδό του στην ελληνική αγορά και θα διεκδικήσει τα μερίδια αγοράς μας, ενώ τα έσοδά μας από τις παραδοσιακές υπηρεσίες (φωνή, SMS) μειώνονται».
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΤΕ επαναλαμβάνει όσα έχει δηλώσει κατά καιρούς για το λειτουργικό κόστος του οργανισμού που παραμένει υψηλό επειδή οι τιμές του υπηρεσιών ρυθμίζονται από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ). Και προσθέτει πως «είναι ακριβώς αυτό, το λειτουργικό μας κόστος (σ.σ. που ρυθμίζει η ΕΕΤΤ), που καθορίζει τις τιμές που μπορούμε να δίνουμε, και όχι η κερδοφορία μας, όπως πολλοί ισχυρίζονται».
Οι νέες πηγές εσόδων και οι ανατροπές
Υπάρχει, όμως, και ένα μέτωπο στο οποίο η διοίκηση του ΟΤΕ κινείται ήδη επιθετικά, αυτό της δημιουργίας νέων πηγών εσόδων, όπως προκύπτει από τα σημαντικά συμβόλαια που έχει κερδίσει τα τελευταία χρόνια στον τομέα των έργων τεχνολογίας (ICT). Αλλά και τις νέες μεγάλες συμβάσεις που διεκδικεί ή ετοιμάζεται να διεκδικήσει, όπως το σύστημα για τις νέες ταυτότητες. Όπως τόνισε και ο κ. Τσαμάζ, «για να παραμείνουμε βιώσιμοι και ανταγωνιστικοί, θα πρέπει για άλλη μία φορά να αλλάξουμε. Να γίνουμε πιο ευέλικτοι, να μειώσουμε το κόστος μας και να δημιουργήσουμε νέες πηγές εσόδων για τον όμιλο».
Στην επιστολή, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΤΕ «φωτογραφίζει» τους διεθνείς ομίλους που ήδη «τρώνε από την πίτα» του οργανισμού, όπως η Netflix, που κινείται στην αγορά συνδρομητικής τηλεόρασης. Όπως γράφει, «οι προκλήσεις είναι παγκόσμιες και επιβάλλονται από την εξέλιξη της τεχνολογίας. Το disruption, δηλαδή οι ανατροπές στην αγορά, μπορούν να αλλάξουν ριζικά ολόκληρους κλάδους. Το Uber, το Airbnb, το Netflix, η Amazon είναι τέτοια παραδείγματα. Κάτι παρόμοιο ισχύει και στις τηλεπικοινωνίες».
Προσθέτει πως «δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε και να μείνουμε απαθείς μπροστά στην επικείμενη αλλαγή. Οι εταιρείες που κράτησαν μια τέτοια στάση, δεν κατάφεραν να επιβιώσουν. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα: Motorola, Kodak, Nokia, Thomas Cook και τόσες άλλες που αντιστάθηκαν στην αλλαγή, με ολέθριες επιπτώσεις για τις ίδιες τις εταιρείες και τους εργαζομένους τους».
Η στόχευση της διοίκησης του ΟΤΕ δεν δημοσιοποιείται τυχαία. Η πολυήμερη απεργία, μέσα στις γιορτές, αποτέλεσε πράγματι μια αφορμή. Όμως το 2020 ξεκινά με αλλαγές στην εγχώρια τηλεπικοινωνιακή αγορά, καθώς ολοκληρώνεται η πώληση της Forthnet, ενώ παραμένει σε εξέλιξη – παρά τα περί αντιθέτου γραφόμενα – η διαδικασία πώλησης της Wind Hellas. Ακόμα και αν δεν ολοκληρωθεί η προσπάθεια των βασικών μετόχων της Wind, είναι σίγουρο πως μέσα στο χρόνο ή στις αρχές του επόμενου θα ξαναπροσπαθήσουν να αποσυρθούν από την εταιρεία τηλεπικοινωνίων. Συνεπώς στον ΟΤΕ έχουν κάθε λόγο να παραμένουν σε εγρήγορση.