Αύξηση του κύκλου εργασιών και σημαντική κερδοφορία κατέγραψε κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους η ΣΙΔΜΑ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ τόσο σε επίπεδο ομίλου όσο και εταιρείας, παρά τις δυσκολίες που έχει προκαλέσει στο οικονομικό περιβάλλον ο πόλεμος στην Ουκρανία και η έκρηξη των τιμών ενέργειας.
Όπως αναφέρει η εισηγμένη στην ανακοίνωσή της, ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών του ομίλου ΣΙΔΜΑ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ, το πρώτο εξάμηνο του έτους, διαμορφώθηκε στα 145,7 εκ. ευρώ ή 36,9% υψηλότερα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021, ενώ μαζί με τις πωλήσεις αντιπροσωπείας διαμορφώθηκε στα 173 εκ. ευρώ από 130,3 εκ. ευρώ, αυξημένος κατά 32,8% σε σχέση με πέρυσι.
Οι παραπάνω αυξήσεις οφείλονται κυρίως στη μέση τιμή πώλησης, καθώς αυτή παρουσίασε αύξηση σε σχέση με το περυσινό εξάμηνο κατά 32,7%, αυξάνοντας αντίστοιχα και τον κύκλο εργασιών. Τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) ανήλθαν σε 16.475 χιλ. ευρώ από 19.127 χιλ. ευρώ πέρυσι, ενώ τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 13.986 χιλ. ευρώ από 28.290 χιλ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Η διαφορά στα αποτελέσματα προ φόρων οφείλεται κατά κύριο λόγο στη λογιστική αντιμετώπιση της αναχρηματοδότησης των δανειακών υποχρεώσεων της εταιρείας την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, που συνίστατο στην απεικόνιση των δανειακών υποχρεώσεων της εταιρείας στην εύλογη αξία τους, με αποτέλεσμα την αύξηση των αποτελεσμάτων κατά 13,4 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο χρόνο. Χωρίς το κονδύλι αυτό, η διαφορά στα κέρδη προ φόρων σε σχέση με πέρυσι ανέρχεται σε 900 χιλ. ευρώ και προκύπτει από την μείωση του μικτού κέρδους κατά 2.735 χιλ. ευρώ ή 12%.
Σε επίπεδο εταιρείας, ο κύκλος εργασιών το πρώτο εξάμηνο του έτους διαμορφώθηκε σε 94,2 εκ. ευρώ από 70,6 εκ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 33,6%, ενώ μαζί με τις πωλήσεις αντιπροσωπείας διαμορφώθηκε σε 121,6 εκ. ευρώ από 94,4 εκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2021, αυξημένος κατά 28,8%.
Όπως και σε επίπεδο ομίλου, το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης οφείλεται στην αύξηση των τιμών πώλησης, όπως αναφέραμε και παραπάνω. Τα αποτελέσματα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) ανήλθαν σε 11,8 εκ. ευρώ, από 14,3 εκ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, ενώ τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 9,8 εκ. ευρώ από 24,2 εκ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Από τη διαφορά των 14,5 εκ. ευρώ, τα 13,4 εκατ. ευρώ αφορούν στην απεικόνιση σε εύλογη αξία των δανειακών υποχρεώσεών της εταιρείας την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Ως προς τις θυγατρικές εταιρείες, τόσο η SIDMA Bulgaria όσο και η SIDMA Romania παρουσίασαν αύξηση του κύκλου εργασιών τους, κατά 38,6% και 50,1% αντίστοιχα, σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2021. Συγκεκριμένα, ο κύκλος εργασιών της SIDMA Bulgaria ανήλθε στα 30,4 εκ. ευρώ έναντι 21,9 εκ. ευρώ ενώ της SIDMA Romania στα 21,7 εκ. ευρώ έναντι 14,5 εκ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021.
Όσον αφορά στα υπόλοιπα μεγέθη των θυγατρικών, η SIDMA Bulgaria παρουσίασε αύξηση τόσο της λειτουργικής κερδοφορίας (EBITDA), από 2.627 χιλ. ευρώ πέρυσι σε 2.867 χιλ. ευρώ φέτος, όσο και των κερδών προ φόρων, από 2.375 χιλ. ευρώ πέρυσι σε κέρδη 2.576 χιλ. ευρώ φέτος.
Η SIDMA Romania σε επίπεδο EBITDA παρουσίασε κερδοφορία ύψους 1.828 χιλ. ευρώ από 2.235 χιλ. ευρώ πέρυσι, ενώ τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 1.667 χιλ. ευρώ από 1.682 χιλ. ευρώ πέρυσι, παραμένοντας έτσι στα ίδια επίπεδα. Η διαφορά στη λειτουργική κερδοφορία σε σχέση με πέρυσι, οφείλεται στην ισόποση μείωση του μικτού κέρδους ενώ η διατήρηση της κερδοφορίας σε επίπεδο προ φόρων οφείλεται στη μείωση του χρηματοοικονομικού κόστους, απόρροια της αναδιάρθρωσης των δανείων της θυγατρικής.
Η ρευστότητα του ομίλου ανήλθε στα 8,7 εκ. ευρώ.
Σημειώνεται, τέλος, ότι οι χρηματοοικονομικοί δείκτες κεφαλαιακής διάρθρωσης και δυνατότητας εξυπηρέτησης του δανεισμού της Εταιρείας, διαμορφώθηκαν την 30/06/2022 ως εξής:
- Δείκτης Καθαρού Δανεισμού προς Ίδια Κεφάλαια = 1,9
- Δείκτης Κάλυψης τόκων (EBITDA/Καθαροί Τόκοι) = 7,7
Η αγορά το α’ εξάμηνο του 2022
Τους δύο πρώτους μήνες του χρόνου, η αγορά του χάλυβα διεθνώς συνέχιζε να απολαμβάνει συνθήκες αυξημένης ζήτησης και αυξημένων τιμών λόγω της ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία COVID-19. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι οικονομικές κυρώσεις που ακολούθησαν, δημιούργησαν αναταραχή στην πλευρά της προσφοράς, δεδομένου ότι οι δύο χώρες είναι αξιόλογοι εξαγωγείς τόσο πρώτων υλών για τη χαλυβουργία όσο και ενδιάμεσων και τελικών χαλυβουργικών προϊόντων.
Εκ παραλλήλου, η εκτόξευση των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας επέφερε σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής των χαλυβουργιών. Το αποτέλεσμα του συνδυασμού των δύο αυτών παραγόντων ήταν η απότομη και σημαντική άνοδος των τιμών, οι οποίες το Μάρτιο έφθασαν στα υψηλότερα ονομαστικά επίπεδα της ιστορίας. Από τα μέσα Απριλίου και μετά, η ανάσχεση της ζήτησης που προκαλεί η αβεβαιότητα και η ανοδική τάση των επιτοκίων έχει υπερκεράσει την επίπτωση των προβλημάτων που υπήρχαν στην πλευρά της προσφοράς, και οι τιμές, αφού επανήλθαν στα προ του Μαρτίου επίπεδα, άρχισαν να μειώνονται παρά το αυξημένο κόστος παραγωγής.
Εκτιμήσεις για το υπόλοιπο του έτους
Το διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλονεξακολουθεί να παρουσιάζει έντονες προκλήσεις κυρίως λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία και των σημαντικών πληθωριστικών πιέσεων που συντηρεί και εντείνει η -απότοκη του πολέμου- ενεργειακή κρίση.
Η αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους των Κεντρικών Τραπεζών με σκοπό την τιθάσευση του πληθωρισμού και η έντονη αβεβαιότητα περιορίζουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να πληθαίνουν οι εκτιμήσεις για επερχόμενη ύφεση το επόμενο διάστημα και έως ότου αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός και επιταχυνθεί η ιδιωτική κατανάλωση.
Παρόλα αυτά, η εγχώρια οικονομική δραστηριότητα βρίσκεται, τουλάχιστον προς το παρόν, υπό την θετική επενέργεια της καλής τουριστικής περιόδου, της ενίσχυσης των εισοδημάτων μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής και της έναρξης των χρηματοδοτήσεων από τα Ευρωπαϊκά ταμεία. Το ανεκτέλεστο των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων ανέρχεται στα 10 δισ. ευρώ περίπου και οι προοπτικές ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τη θερινή εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (17/07/2022), είναι ευοίωνες προβλέποντας αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% εφέτος.
Η οικονομία της Ρουμανίας παρουσίασε ισχυρές επιδόσεις το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με την ίδια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής . Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, υποστηριζόμενο κυρίως από ιδιωτική κατανάλωση και επενδύσεις. Ωστόσο, για το σύνολο του έτους η ανάπτυξη προβλέπεται ότι θα περιοριστεί στο 3,9% καθώς θετικοί και αρνητικοί παράγοντες αλληλοεπιδρούν.
Αντίστοιχα, στην Βουλγαρία, το πρώτο τρίμηνο του 2022 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8% σε τριμηνιαία βάση, σύμφωνα πάντα με την καλοκαιρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EuropeanCommission, Ιούλιος 2022 ). Συνολικά, το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,8% το 2022 και 2,3% το 2023.
Στην ευρωπαϊκή αγορά χάλυβα, οι συνεχιζόμενες διαταραχές της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, η αύξηση των τιμών της ενέργειας και του κόστους παραγωγής, η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης καθώς και οι γενικότερες επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά την φαινομενική κατανάλωση το 2022. Όπως αναφέρει η Eurofer στην τελευταία έκθεσή της τον Αύγουστο του 2022, η κατανάλωση χάλυβα στην Ευρώπη κατά το τρέχον έτος αναμένεται να σημειώσει μείωση-αν και μέτρια (-1,7%).Η φαινομενική κατανάλωση προβλέπεται να ανακάμψει το 2023 (+5,6%), αλλά η συνολική εξέλιξη της ζήτησης υπόκειται σε υψηλή αβεβαιότητα, η οποία αναμένεται να διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2023, δεδομένων των απρόβλεπτων εξελίξεων στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας και του αντικτύπου του στην παγκόσμια οικονομία.
Η εταιρεία δεν παραβλέπει τους ισχυρούς παράγοντες αβεβαιότητας, που καθιστούν δυσχερείς τις προβλέψεις. Στο βασικό σενάριο των εξελίξεων, πάντως, αξιολογώντας τις επιπτώσεις και τους κινδύνους, εκτιμά ότι η λειτουργία και τα αποτελέσματά της δεν πρόκειται να επηρεαστούν ουσιωδώς. Η ζήτηση δείχνει ανθεκτικότητα ενώ η εξέλιξη των τιμών δεν φαίνεται να μπορεί να επηρεάσει περαιτέρω τη διαμόρφωση των περιθωρίων κέρδους. Η αύξηση των επιτοκίων, βεβαίως, θα επιβαρύνει ταμειακά τόσο την εταιρεία όσο και τον Όμιλο καθώς θα αυξήσει τις καταβολές τόκων.