Παρελθόν αποτελούν πλέον για τη φαρμακοβιομηχανία Famar οι δύσκολες ημέρες του 2017, όταν υπό το φάσμα της χρεοκοπίας πέρασε στον έλεγχο των τραπεζών. Η μοναδική παραγωγική δραστηριότητα της οικογένειας Μαρινόπουλου (όλες οι άλλες ήταν εμπορικές: σούπερ μάρκετ, Starbucks, Sephora, Marks & Spencer κ.α) μεσουρανούσε για πολλά χρόνια με ετήσιους τζίρους που έφταναν τα 480 εκατ. ευρώ και 11 εργοστάσια εκ των οποίων τα επτά στο εξωτερικό.
Η κατάρρευση του λιανεμπορικού ομίλου παρέσυρε και τη Famar. Τα εργοστάσια πέρασαν στις τράπεζες -το νότιο τμήμα: Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία σε ελληνικές και το βόρειο τμήμα: Γαλλία, Ολλανδία σε γαλλικές.
Οι ελληνικές τράπεζες στήριξαν την επιχείρηση και έστησαν από κοινού μια πλατφόρμα για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων με την Pillarstone, μια εξειδικευμένη εταιρεία σε αναδιαρθρώσεις, θυγατρική του fund KKR. Εκεί, εκτός από τη Famar εντάχθηκαν οι επίσης προβληματικές Νotos Com και Καλλιμάνης. Η πρωτοβουλία αυτή δεν έφερε αποτελέσματα, παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες -μόνο για την περίπτωση της Famar- τοποθέτησαν κεφάλαια 40 εκατ. ευρώ και αναδιάρθρωσαν δάνεια 150 εκατ. ευρώ.
Το πέρασμα από τις τράπεζες στους επενδυτές
Η εύρεση επενδυτή ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαία αφού η Famar απαιτούσε νέα κεφάλαια για να ανακάμψει. Ώσπου, το 2020, το επενδυτικό fund York Capital και η κυπριακή επενδυτική εταιρεία Elements Capital Management (ECM) που εξειδικεύεται σε προβληματικά assets εξαγόρασαν το νότιο τμήμα της Famar, δηλαδή τις δραστηριότητες σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία.
Μέσω της εξαγοράς από York και ECM συνεχίστηκαν οι προσπάθειες εξυγίανσης της εταιρείας ενώ σβήστηκε και ένα μεγάλο μέρος του χρέους της Famar. Στην πορεία, η York αποεπένδυσε, η ECM ενίσχυσε το ποσοστό της στη Famar, ενώ στη μετοχική σύνθεση της φαρμακοβιομηχανίας συμμετέχει πλέον και το private equity Metric Capital Partners.
Η εταιρεία στην Ελλάδα διαθέτει τρία εργοστάσια σε Αυλώνα, Ανθούσα και Αλιμο και ένα σύγχρονο κέντρο αποθήκευσης και διανομής στη Θήβα. Σημειώνεται πως οι υπηρεσίες αποθήκευσης και διανομής φαρμακευτικών προϊόντων αποτελούν σημαντικό μέρος τζίρου της Famar, καθώς πελάτες της είναι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες του κλάδου, όπως η Bayer, η Glaxo κ.α
Το 2021 ο κύκλος εργασιών της ελληνικής Famar μαζί με τη θυγατρική της FTLS, ανήλθε στα 120,7 εκατ. ευρώ, μειωμένος κατά 4,76% σε σύγκριση με το 2020. Ωστόσο, η Famar σημείωσε αύξηση των καθαρών κερδών κατά περίπου 31% στα 1,9 εκατ. ευρώ κυρίως λόγω της μείωσης των εξόδων διοίκησης και διάθεσης κατά 6%. Ο όμιλος στο τέλος του 2021 είχε ταμειακά διαθέσιμα 8,75 εκατ. ευρώ και καθαρό δανεισμό 12,5 εκατ. ευρώ. Οι μέτοχοι της Famar αποφάσισαν εντός του 2022 διανομή μερίσματος 3,9 εκατ. ευρώ και επιστροφή κεφαλαίου 3,6 εκατ. ευρώ.
Το πλάνο ανάπτυξης των νέων μετόχων
Τον Μάρτιο του 2022 η Famar προχώρησε σε έκδοση κοινού ομολογιακού δανείου ύψους 45 εκατ. ευρώ, με στόχο να χρηματοδοτήσει μέρος του επενδυτικού της πλάνου. Η νέα διοίκηση της Famar στοχεύει στην επέκταση των συνεργασιών με υφιστάμενους και νέους πελάτες, ενώ παράλληλα έχει δρομολογήσει νέες συμφωνίες και επενδύσεις για το 2022 κυρίως στον τομέα της Έρευνας και Ανάπτυξης, καθώς και στον τομέα της διανομής.
Ο σχεδιασμός αποβλέπει στο να καταστεί η Famar ένας από τους μεγαλύτερους παρόχους υπηρεσιών ανάπτυξης, παραγωγής φαρμακευτικών και καλλυντικών προϊόντων (CDMO) στην Ελλάδα και μία από τις σημαντικότερες εταιρείες του κλάδου των CDMOs στην Ευρώπη.
Ο όμιλος Famar σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία διαθέτει 6 εργοστάσια, 3 κέντρα R&D απασχολεί 1.850 άτομα και έχει ετήσιο τζίρο περί τα 220 εκατ. ευρώ.
Πώς η εταιρεία γιγαντώθηκε τη 10ετια του '90
Η Famar ιδρύθηκε το 1949 αλλά η αναπτυξιακή της πορεία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990. Με την είσοδο της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την άρση του προστατευτισμού οι πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες έκριναν ότι η διατήρηση παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα δεν τους προσδίδει σημαντικά οφέλη και έψαχναν να συνεργαστούν με τοπικούς επιχειρηματίες, οι οποίοι θα αναλάμβαναν για λογαριασμό των πολυεθνικών τη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας.
Η Famar δεν έχασε την ευκαιρία και στηριζόμενη στην οικονομική ευρωστία της οικογένειας Μαρινόπουλου εξαγόρασε τα εργοστάσια της Ciba – Geigy, της Pfizer, της Roche, της Squiz και της Santoz.
Ουσιαστικά η ελληνική εταιρεία αγόραζε κτίρια, εξοπλισμό, αναλάμβανε το προσωπικό με όλες τις υποχρεώσεις προς αυτό και εξασφάλιζε ένα μακροχρόνιο συμβόλαιο συνεργασίας με την πολυεθνική στην οποία ανήκε το εργοστάσιο. Η οικογένεια Μαρινόπουλου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 πήρε την απόφαση να επεκταθεί και στον ευρωπαϊκό χώρο με σειρά εξαγορών.
H Famar λειτουργεί ως Contract Manufacturer. Αγοράζει δηλαδή αυτή τις πρώτες ύλες και τα υλικά, παράγει το τελικό προϊόν και το πωλεί στην πολυεθνική εξασφαλίζοντας καλύτερα περιθώρια κέρδους.