Μπορεί η εποχή των αναστατώσεων που διανύει η ελληνική και διεθνής αγορά να προκαλεί προβλήματα στη λειτουργία των επιχειρήσεων και σε πολλές περιπτώσεις να μοιάζει με δυσεπίλυτο γρίφο, ωστόσο δεν λείπουν και οι «χαραμάδες» αισιοδοξίας.
Όπως αναφέρει μιλώντας προς το BD o κ. Στέργιος Τσαγκούλης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Intercom ΑΕ -της μεγαλύτερης ελληνικής τυποποιητικής επιχείρησης βρώσιμης ελιάς (κι όχι μόνο) και κατά 99% εξαγωγικού προσανατολισμού – «εφέτος είναι μία σχετικά καλή χρονιά και υπάρχει μία ευνοϊκή συγκυρία γενικότερα για τα δικά μας τα προϊόντα».
Αν και στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης η κατανάλωση έχει μειωθεί -«στέλνουμε 20% με 25% λιγότερες ποσότητες»- , αντιθέτως η αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών «αντέχει καλύτερα».
Εξηγώντας όλο το πλαίσιο των επιβαρύνσεων που έχει υποστεί η λειτουργία της επιχείρησης, σημειώνει πως τα υλικά συσκευασίας έχουν ανατιμηθεί από 25% ως 67%. Ενδεικτικά αναφέρει μάλιστα ότι από 65% ως 67% αυξήθηκε το κόστος αγοράς του κουτιού της κομπόστας, 45% με 55% το κόστος αγοράς του γυάλινου βάζου, 25% το κόστος αγοράς του χαρτόκουτου. Σε αυτά προστίθεται η υπερβολική ανατίμηση του κόστους της ενέργειας, ενώ το κόστος μεταφοράς από την Ελλάδα στις ΗΠΑ αυξήθηκε 4 φορές!
Σ΄ αυτό το περιβάλλον η Intercom φέτος θα αυξήσει τις πωλήσεις της κατά περίπου 10% και ο τζίρος της θα υπερβεί τα 100 εκατ. ευρώ. Όπως είπε ο κ. Τσαγκούλης στο BD, η εταιρεία επεξεργάζεται κάθε χρόνο 25.000 – 30.000 τόνους βρώσιμης ελιάς, 23.000 – 25.000 τόνους ροδάκινου και 4.000 – 5.000 τόνους βερύκοκου. Διαθέτει τρία εργοστάσια στη Λάρισα και την Άρτα και απασχολεί 1.200 εργαζόμενους από τις αρχές του Ιουλίου ως τις αρχές του Σεπτεμβρίου, και 550 εργαζόμενους στους υπόλοιπους 10 μήνες του έτους.
Αναφορικά με τις κομπόστες, η χρονιά είναι εξαιρετική –φυσικά για συγκυριακούς λόγους- δεδομένου ότι η Ισπανία και άλλες 4 – 5 χώρες που παράγουν ροδάκινο, δεν έχουν καλή παραγωγή κι ως εκ τούτου οι συνθήκες της ζήτησης στη διεθνή αγορά είναι ευνοϊκές. Παράλληλα η υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ενισχύει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα, κυρίως επειδή ένα μεγάλο μέρος των εξαγωγών της πραγματοποιείται σε τρίτες χώρες, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.