Οι ενεργειακές δαπάνες του κλάδου της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα το 2021 ήταν διπλάσιες σε σχέση με το 2020. Από 70 εκατ. ευρώ το 2020 έφτασαν τα 137 εκατ. ευρώ πέρσυ, αντιπροσωπεύοντας το 5,6% του συνολικού κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κλάδο, αν οι τιμές ενέργειας δεν αποκλιμακωθούν φέτος, οι δαπάνες ενέργειας τη χημικής βιομηχανίας θα ανέλθουν στα 275 εκατ. ευρώ, ή στο 10,6% του συνολικού κόστους παραγωγής. Με τις επιδοτήσεις, η συνολική δαπάνη θα περιοριστεί στα 200 εκατ. ευρώ ή στο 7,9% του συνολικού κόστους.
Η χημική βιομηχανία στην Ελλάδα χρησιμοποιεί στις παραγωγικές της διαδικασίες κυρίως ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο και λιγότερο πετρελαιοειδή, ενώ συγχρόνως είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής φυσικού αερίου για μη ενεργειακή χρήση (π.χ. παραγωγή λιπασμάτων). Αυτή είναι μια δεύτερη, εξαιρετικά σημαντική οδός, μέσω της οποίας επηρεάζεται η χημική βιομηχανία από το υψηλό κόστος ενέργειας, καθώς το φυσικό αέριο αποτελεί μια από τις βασικές πρώτες ύλες για την παραγωγή βασικών χημικών ουσιών και προϊόντων.
Ως αποτέλεσμα, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση επηρεάζει τον κλάδο, τόσο άμεσα, μέσω των δαπανών ενέργειας, όσο και έμμεσα, μέσω των δαπανών για την αγορά πρώτων χημικών υλών.
Μιλώντας στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανικών (ΣΕΧΒ), ο υπουργός ενέργειας κ. Κ. Σκρέκας τόνισε για τα ενεργειακά κόστη: «Η Ελλάδα δεν είναι παραγωγός χώρα φυσικού αερίου και πετρελαίου, αλλά λιγνίτη χαμηλής ενεργειακής αξίας, με αποτέλεσμα να μην είναι ανταγωνιστική στον κλάδο της ενέργειας, λόγω της εξάρτησης από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων. Σήμερα, μας δίνεται η ευκαιρία η χώρα μας να πρωταγωνιστήσει και να είναι ανταγωνιστική με την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ηλιακή ενέργεια και άνεμος) οι οποίες αποτελούν προτεραιότητά μας ως κυβέρνηση. Στο τέλος του 2022, το 50% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας θα προέλθει από τις ΑΠΕ και ειδικότερα κατά 8% από τα υδροηλεκτρικά και κατά 42% από τις υπόλοιπες μορφές».
Υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές πρώτων υλών
Ο κύκλος εργασιών των περίπου 1.000 επιχειρήσεων του κλάδου εκτιμάται ότι πλησίασε το 2021 τα 3,1 δισ., σημειώνοντας σημαντική άνοδο κατά 24% έναντι του 2020. Το μεγαλύτερο τμήμα του κύκλου εργασιών της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα συγκεντρώνουν τα ειδικά χημικά (1,1 δισ. ή 36% του συνόλου), ενώ μεγάλη βαρύτητα, με 858 εκατ. ή 28% του συνόλου έχει και ο τομέας παραγωγής καταναλωτικών χημικών.
Τα βασικά χημικά αντιπροσωπεύουν τα υπόλοιπα 1,06 δισ. ή 36% του συνολικού κύκλου εργασιών, έναντι περίπου 60% στην Ε.Ε.-27, γεγονός που υποδηλώνει την υψηλή εξάρτηση της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα από τις εισαγωγές χημικών πρώτων υλών.
Το 2021 η απασχόληση στη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα προσέγγισε τις 12.300 θέσεις εργασίας, οι οποίες αντιστοιχούν στο 3,6% της συνολικής απασχόλησης στη μεταποίηση. Η απασχόληση στον κλάδο έχει ανακάμψει τα τελευταία χρόνια και βρίσκεται σε επίπεδο κατά 19% υψηλότερο συγκριτικά με το 2016. Οι εξαγωγές χημικών ουσιών και προϊόντων έφτασαν τα 2,1 δισ. το 2021, παρουσιάζοντας άνοδο κατά 27% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, αντιπροσωπεύοντας το 69% του συνόλου της παραγωγής.
Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές χημικών διαμορφώθηκαν το 2021 σε 5,8 δισ., αυξημένες κατά 21% έναντι του προηγούμενου έτους. Οι εισαγωγές χημικών αποτελούσαν το 2021, το 9% των συνολικών εισαγωγών στην Ελλάδα.
Κατά την παρουσίαση της μελέτης, ο κ. Βασίλης Γούναρης, Α’ Αντιπρόεδρος του ΣΕΧΒ, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (ΕΠΣ) και οι στρατηγικές που την πλαισιώνουν, όπως η στρατηγική για τα βιώσιμα χημικά, θέτουν σημαντικές προκλήσεις στη χημική βιομηχανία. Τα χημικά είναι παρόντα σχεδόν σε κάθε στρατηγική αλυσίδα αξίας, ενώ ο ρόλος της βιομηχανίας χημικών για την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών, ώστε να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι, είναι κομβικός. Οι νομοθετικές αλλαγές που προβλέπονται στη στρατηγική για τα βιώσιμα χημικά εκτιμάται ότι θα έχουν σημαντική επίπτωση στη δραστηριότητα της χημικής βιομηχανίας».
Παρεμβάσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, δεδομένης της εξωστρέφειας του κλάδου, το ενεργειακό κόστος μειώνει την ανταγωνιστικότητά του και για αυτό προτείνονται ενδεικτικές παρεμβάσεις σε δύο μέτωπα: στην ενίσχυση της ρευστότητας και στη μείωση του κόστους ενέργειας.
Ως προς την ενίσχυση της ρευστότητας προτείνεται μεταξύ άλλων η αξιοποίηση του νέου προσωρινού πλαισίου κρίσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην Ε.Ε., η έκπτωση φόρου για επιχειρήσεις εντάσεως ενέργειας, πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων για την παροχή δανείων κεφαλαίου κίνησης με μηδενικό επιτόκιο, κρατικές εγγυήσεις για την παροχή δανείων-γέφυρα σε πληττόμενες επιχειρήσεις και επιστροφή του ΕΦΚ σε ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις.
Ως προς τη μείωση του κόστους της ενέργειας προτείνεται η διαφοροποιημένη επιδότηση επιχειρήσεων υψηλής έντασης ενέργειας, η μείωση χρεώσεων δικτύων και λοιπών τελών στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο, η άμεση εφαρμογή της αντιστάθμισης του κόστους έμμεσων εκπομπών, η επιδότηση και άλλων πηγών ενέργειας όπως το υγραέριο για βιομηχανική χρήση (LPG) και η απαλλαγή από τον ΕΦΚ στο φυσικό αέριο όταν χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη.