Χωρίς... τράπεζες «τρέχει» η ανάπτυξη της οικονομίας την φετινή χρονιά, καθώς, παρά την υπερβάλλουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, οι καθαρές ροές δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά διαμορφώνονται είτε σε χαμηλά επίπεδα είτε, στην περίπτωση των νοικοκυριών, σε αρνητικά επίπεδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2021 η καθαρή ροή χρηματοδότησης, δηλαδή τα νέα δάνεια μείον οι αποπληρωμές παλαιότερων δανείων, προς επιχειρήσεις ήταν αρνητική κατά 100 εκατ. ευρώ, ενώ στο -1,1 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε η καθαρή ροή προς τα νοικοκυριά. Δηλαδή, τα παλαιά δάνεια που αποπληρώθηκαν ήταν περισσότερα από τα νέα δάνεια.
Η εικόνα για τις επιχειρήσεις ήταν σημαντικά θετικότερη τον Σεπτέμβριο με καθαρή εισροή 603 εκατ. ευρώ, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής μειώθηκε σε 3,5% από 3,7% τον Αύγουστο. Για τα νοικοκυριά ο ρυθμός μεταβολής διαμορφώνεται σε -2,7%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά την πολύ καλή πορεία της αγοράς ακινήτων, την άνοδο των τιμών και τη σημαντική ανοικοδόμηση που βρίσκεται σε εξέλιξη, στο εννεάμηνο οι καθαρές ροές νέων δανείων στη στεγαστική πίστη διαμορφώθηκαν σε -1,2 δισ. ευρώ. Και εδώ η αυξημένη ρευστότητα από τα κρατικά προγράμματα στήριξης, αλλά και χρήματα που είχαν διαφυλαχθεί τα προηγούμενα χρόνια της ακραίας αβεβαιότητας, χρησιμοποιούνται για την αγορά ακινήτων με μικρή μόνο χρήση δανεισμού.
Τραπεζικά στελέχη σημειώνουν ότι η εικόνα αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό συγκυριακή που οφείλεται σε μεγάλες αποπληρωμές παλαιών δανείων (όπως αυτή της ΔΕΗ ύψους 600 εκατ.), στη στροφή των επιχειρήσεων σε ομολογιακές εκδόσεις αλλά και στη μείωση της ζήτησης για δάνεια από επιχειρήσεις, καθώς διαθέτουν υψηλό επίπεδο ρευστότητας, έχοντας ενισχυθεί από τα μέτρα στήριξης, αλλά και την ανάκαμψη των εσόδων τους την εφετινή χρονιά λόγω της καλής πορείας της οικονομίας. Σημειώνουν ότι οι στόχοι για χορηγήσεις νέων δανείων που είχαν τεθεί για το 2021 θα επιτευχθούν, ωστόσο οι μεγάλες αποπληρωμές δανείων, που δεν αναμένονταν, είναι αυτές που επηρεάζουν την τελική εικόνα.
Η αυξημένη ρευστότητα των επιχειρήσεων οφείλεται επίσης στη σημαντική αύξηση του δανεισμού το 2020. Όπως εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος, το 2020 η καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις ανήλθε σε 6,7 δισ. ευρώ, ενώ η ακαθάριστη ροή, συνεκτιμώντας τη συνδρομή της Αναπτυξιακής Τράπεζας, τις απευθείας χρηματοδοτήσεις από την EIB και την EBRD αλλά και την επιστρεπτέα προκαταβολή (που ανήλθε σε 5,5 δισ. ευρώ) ξεπέρασε τα 24 δισ. ευρώ.
Όπως εκτιμούν οι τράπεζες, οι μεγάλες ενέσεις ρευστότητας το 2020 δημιούργησαν μεγάλα μαξιλάρια ρευστότητας, όχι μόνο στις επιχειρήσεις αλλά και τα νοικοκυριά, καθιστώντας μη αναγκαίο τον δανεισμό. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα, υπογραμμίζουν, αποτυπώθηκε και στην καταναλωτική έκρηξη που σημειώθηκε φέτος και είναι χαρακτηριστικό ότι από το +16,2% του ΑΕΠ στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 οι δέκα ποσοστιαίες μονάδες ήταν αποτέλεσμα της κατανάλωσης.
Επιπλέον, στελέχη τραπεζών επισημαίνουν μια ακόμα διάσταση που επηρεάζει αρνητικά τις χρηματοδοτήσεις προς επιχειρήσεις: τις εξαγορές επιχειρήσεων από funds. Κατά κανόνα, οι εξαγορές επιχειρήσεων, όπως της Chipita από την αμερικανική Mondelez, οδηγούν σε αναχρηματοδότηση του δανεισμού με αποπληρωμές δανείων προς τις ελληνικές τράπεζες και παροχή ρευστότητας από τις γραμμές χρηματοδότησης του μητρικού ομίλου.
Αναμένεται επιτάχυνση το 2022
Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζών, το 2021 αποτέλεσε μεταβατικό έτος. Η μερική επιστροφή στην κανονικότητα, με την αποκατάσταση των ροών εσόδων, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση του δανεισμού το 2020, είχαν ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να βρίσκονται με αυξημένη ρευστότητα και να μην έχουν ανάγκες δανεισμού. Αυτό εκτιμάται ότι θα αλλάξει το νέο έτος, όπου εκτός από τις αυξημένες ανάγκες που δημιουργεί η επιτάχυνση της οικονομίας θα «τρέξουν» και οι πρώτες επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Έτσι οι τράπεζες αναμένουν σημαντική επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης και των ροών νέων δανείων κυρίως προς τις επιχειρήσεις αλλά και στα νοικοκυριά.