Η Forthnet, η εταιρεία που έφερε το Internet και τη συνδρομητική τηλεόραση στη χώρα μας, μετά από παρουσία 21 ετών αποχωρεί από το Χρηματιστήριο Αθηνών, καθώς το 100% των μετοχών της έχει περάσει πλέον στον πολυεθνικό τηλεπικοινωνιακό όμιλο United Group που ελέγχεται από την BC Partners και ο οποίος θέλει να δώσει στην πρωτοπόρα εταιρεία τη χαμένη της αίγλη.
Από τις πλέον επιτυχημένες ελληνικές εταιρείες που εισήγαγε στην ελληνική πραγματικότητα το Διαδίκτυο και έστρωσε τον δρόμο για την τεχνολογική καινοτομία που αναπτύχθηκε στη χώρα, βάζοντας τον σπόρο για την μελλοντική δημιουργία των ελληνικών startups. Ένα ερευνητικό εγχείρημα που κατάφερε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ομίλους της χώρας, βρέθηκε στο χείλος της καταστροφής και πλέον με την είσοδο της BC Partners στοχεύει να ενισχύσει το πελατολόγιο των οικιακών πελατών της ανεβάζοντας το επίπεδο των υπηρεσιών της.
Από το Πανεπιστήμιο στο Χρηματιστήριο Αθηνών
«Γεννήθηκε» πριν από 27 χρόνια στις εγκαταστάσεις του Ιδρύματος Τεχνολογίας Έρευνας (ΙΤΕ) στην Κρήτη. Αποτελεί την πρώτη και μοναδική μεγάλη επιχείρηση «spin-off» που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μέσα από ένα ερευνητικό ίδρυμα. Με τη δημιουργία του δικτυακού κόμβου στη Κρήτη που θα συνέδεε χρήστες (πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα κ.λπ.) σε δίκτυα υπολογιστών της εποχής, το 1994 η Forthnet βάζει τις βάσεις και προσφέρει τις υπηρεσίες της σε ολόκληρο το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και εγκαθιστά δικτυακό κορμό ταχύτητας 2Mbps σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο. Παρέχοντας υπηρεσίες πρόσβασης στο Internet, η Forthnet με την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου στα τέλη της δεκαετίας του ’90 που άνοιξε την αγορά τηλεπικοινωνιών εισήλθε αργότερα καις τις υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το Διαδίκτυο βρισκόταν σε νηπιακό επίπεδο αλλά η Forthnet με μετόχους το ΙΤΕ και τις Μινωϊκές Γραμμές συστήνεται ως εταιρεία το 1995, ενώ το 1997 προστίθεται στους μετόχους και η Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως. Η εταιρεία συνεχίζει να τρέχει με γοργούς ρυθμούς και στην αυγή της νέας χιλιετίας, έχοντας στόχο να αναπτύξει να αναπτύξει ένα σύγχρονο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο κορμού βασισμένο σε οπτικές ίνες, εισέρχεται το 2000 στο Χρηματιστήριο Αθηνών αντλώντας περίπου 48 εκατ. ευρώ (16,2 δις. δραχμές).
Παρά το «μικρό δέμας» η Forthnet μπαίνει στον ανταγωνισμό της αγοράς τηλεπικοινωνιών και καταφέρνει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις του διαδικτύου. Κάτι που προκαλεί το ενδιαφέρον μεγάλων επενδυτών, με την Telecom Italia να εισέρχεται στο μετοχικό της κεφάλαιο το 2003, ενώ το 2005 ξεσπάει «πόλεμος» για την Forthnet με την σε πρωταγωνιστικό ρόλο Intracom.
Το 2007, η Forthnet παρουσιάζει για πρώτη φορά στην αγορά συνδυαστική υπηρεσία σταθερής τηλεφωνίας και Internet σε ένα κοινό λογαριασμό, καθιερώνοντας τον όρο 2play. Ένα χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 2008 μετά από μια επιτυχημένη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου η Forthnet προχωράει στην μεγαλύτερη της επένδυσης αγοράζοντας την Nova αντί 470 εκατ. ευρώ, με την εταιρεία δυο χρόνια πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση να δανείζεται 300 εκατ. ευρώ για να ολοκληρώσει το deal.
Η Forthnet με την εξαγορά της Nova εκτοξεύει τον τζίρο της στα 371 εκατ. ευρώ το 2009, καθώς αρχίζει τη διάθεση συνδυαστικών υπηρεσιών ψυχαγωγίας και επικοινωνίας, ενώ το 2012 λανσάρει την υπηρεσία Nova 3play προσφέροντας σταθερή τηλεφωνία, Internet και συνδρομητική τηλεόραση σε ένα λογαριασμό, διευρύνοντας έτσι την αγορά συνδρομητικής τηλεόρασης. Η άλλοτε ελπιδοφόρα spin-off εταιρεία που βγήκε από τα «σπλάχνα» ενός ερευνητικού ιδρύματος αποτελεί πλέον έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους της χώρας πριν ξεσπάσει στη συνέχεια η οικονομική κρίση που δεν άφησε κανέναν ανεπηρέαστο.
Οι μάχες που δόθηκαν για την εξαγορά της Forthnet
Το 2005 η Intracom κάνει μπάσιμο στην αγορά τηλεπικοινωνιών με την αγορά της Hellas On Line και στρέφεται προς την Forthnet όπου και αποκτά το 18% της εταιρείας που ανήκε στις Μινωϊκές Γραμμές με τους μετόχους να αντιδρούν στην επιθετική εξαγορά. Στη συνέχεια η Telecom Italia πουλάει τις μετοχές της στη Novator που συγκρούεται με την Intracom για τον έλεγχο της εταιρείας, και την επικράτηση της ισλανδικής εταιρείας αργότερα το 2006, πριν αποχωρήσει και εκείνη το 2008 πουλώντας τις μετοχές της στην αραβική Emirates Intrenational Tellecommunications (EIT).
Με την κρίση να χτυπάει την πόρτα της ελληνικής οικονομίας, η Wind αποπειράθηκε το 2012 να αποκτήσει την Forthnet, ενώ δεν ήταν η μόνη τηλεπικοινωνιακή πάροχος που προσπάθησε να την απορροφήσει. Η Wind προσπάθησε και δεύτερη φορά να αποκτήσει την Forthnet έχοντας «συμπαίκτη» και την Vodafone δίνοντας 500 εκατ. ευρώ, με τις προσπάθειες ωστόσο να μην ευδοκιμούν, ενώ το 2014 παρόμοια κίνηση έκανε και ο ΟΤΕ δίχως όμως αποτέλεσμα.
Η Forthnet βρέθηκε με χρέη που ξεπερνούσαν τα 300 εκατ. ευρώ και από εκεί που ήταν πρωτοπόρος φέρνοντας το Διαδίκτυο στην Ελλάδα πριν από 20 χρόνια, πλέον έμενα ολοένα και πιο πίσω στον ανταγωνισμό, μέχρι που τελικά τον Σεπτέμβριο του 2020 περνάει στα χέρια της United Group.
Το 100% στην United Group και το επιτυχημένο 2020
Η συμφωνία για την Forthnet είχε ανακοινωθεί αρχικά στις 29 Μαΐου του 2020 δίνοντας τέλος στη μακρά περιπέτεια της υπερχρεωμένης εταιρείας καθώς προέβλεπε ότι ο Όμιλος United θα αγοράσει από τις τράπεζες Εθνική, Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς και Attica Bank όλες τις υφιστάμενες απαιτήσεις που κατέχουν σε βάρος της εταιρείας (και της σημαντικότερης θυγατρικής, Forthnet Media A.E.), όλες τις μετατρέψιμες ομολογίες που κατέχουν οι τράπεζες και όλες τις κοινές μετοχές. Οι πιστώτριες τράπεζες αποδέχθηκαν «κούρεμα» των δανειακών υποχρεώσεων της Forthnet, συνολικού ύψους 297,8 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 42,8 εκατ. ευρώ αφορούν το μετατρέψιμο ομολογιακό και 255 εκατ. ευρώ τα λοιπά ομολογιακά. Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η Forthnet έλαβε και σημαντική οικονομική ενίσχυση από τον Όμιλο United.
Πλέον το 2020, τα μεγέθη της Forthnet ακολούθησαν ανοδική πορεία, με τα έσοδα του ομίλου να φθάνουν στα 276,4 εκατ. ευρώ, εμφανίζοντας αύξηση 5,2% σε ετήσια βάση, με τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων να διαμορφώνονται στα 55,6 εκατ. από 37,1 εκατ. το 2019.
Τα ενοποιημένα συνολικά έσοδα για το 2020, ανήλθαν στα 276,4 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2019 κατά 5,2% επηρεαζόμενα θετικά κυρίως από κέρδη (καταχωρημένα στα «Λοιπά έσοδα») που προέκυψαν από συμφωνίες με προμηθευτές για ρύθμιση υποχρεώσεων προηγουμένων περιόδων.
Το EBITDA του 2020 ανήλθε στα 55,6 εκατ. ευρώ, έναντι 37,1 εκατ. ευρώ του 2019. Η μεταβολή αυτή οφείλεται κυρίως στα κέρδη που προέκυψαν από συμφωνίες με προμηθευτές για ρύθμιση υποχρεώσεων προηγουμένων περιόδων που είχαν συνολική θετική επίδραση 25,3 εκ. ευρώ. Ο συνολικός δανεισμός προς συνδεδεμένα μέρη στις 31 Δεκεμβρίου 2020 ανέρχεται σε 299,1 εκ. ευρώ.
Στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2020 οι συνολικές συνδρομές ήταν 869 χιλ., οι μοναδικοί πελάτες 653 χιλ. ενώ οι συνδρομητές σταθερής ήταν 550 χιλ., εκ των οποίων οι 109 χιλ. αφορούν συνδρομητές NGA. Η συνδρομητική βάση Pay TV έκλεισε στους 463 χιλιάδες συμπεριλαμβανομένων των συνδρομητών λιανικής και χονδρικής σε Ελλάδα και Κύπρο.