Κέρδη μετά φόρων 270,4 εκατ. ευρώ εμφάνισε στο α’ εξάμηνο του 2024 από 220,2 εκατ. το αντίστοιχο περσινό εξάμηνο η Τράπεζα Κύπρου, ενώ επιβεβαίωσε την πρόθεσή της να ενταχθεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Πιο αναλυτικά τα καθαρά έσοδα από τόκους για το εξάμηνο 2024 ανήλθαν σε 420 εκατ., σε σύγκριση με 358 εκατ. για το εξάμηνο 2023, αυξημένα κατά 17% σε ετήσια βάση. Η ετήσια αύξηση οφείλεται κυρίως στην αύξηση των επιτοκίων των ρευστών διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων και των δανείων, τα οποία εν μέρη αντισταθμίστηκαν από την χαμηλή αύξηση στο κόστος των εμπρόθεσμων καταθέσεων και στο κόστος χρηματοδότησης καθώς και από το αυξημένο κόστος που προκύπτει από τις ενέργειας αντιστάθμισης (hedging).
Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο ανήλθε σε 3,66% σε σύγκριση με 3,17% για το εξάμηνο 2023), αυξημένο κατά 49 μ.β. σε ετήσια βάση, υποστηριζόμενο από το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Τα μη επιτοκιακά έσοδα για το εξάμηνο 2024 ανήλθαν σε 129 εκατ. (σε σύγκριση με 153 εκατ. για το α’ εξάμηνο 2023, μειωμένα κατά 16% σε ετήσια βάση) και αποτελούνται από καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες ύψους 86 εκατ., καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος και καθαρά κέρδη από χρηματοοικονομικά μέσα ύψους 13 εκατ., καθαρό αποτέλεσμα από ασφαλιστικές εργασίες ύψους 23 εκατ., καθαρά κέρδη/(ζημιές) από επανεκτίμηση και πώληση επενδύσεων σε ακίνητα και πώληση αποθεμάτων ακινήτων ύψους 2 εκατ. και λοιπά έσοδα ύψους 5 εκατ. Η μείωση σε ετήσια βάση οφείλεται κυρίως στη μείωση από τα καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος και καθαρά κέρδη από χρηματοοικονομικά μέσα, καθώς και στα χαμηλότερα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες.
Τα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες για το α΄ εξάμηνο 2024 ανήλθαν σε €86 εκατ., σε σύγκριση με €90 εκατ. το προηγούμενο έτος, μειωμένα κατά 4% σε ετήσια βάση, λόγω της μείωσης στις αμοιβές από εργασίες που αφορούν συναλλαγές.
Τα καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος και καθαρά κέρδη από χρηματοοικονομικά μέσα για α’ εξάμηνο 2024 ανήλθαν σε €13 εκατ., μειωμένα κατά 38% σε ετήσια βάση λόγω της μείωσης στα καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος, μέσω συμφωνιών ανταλλαγής νομισμάτων (FX swaps) καθώς και της μείωσης στα κέρδη από επανεκτίμηση χρηματοοικονομικών μέσων (περίπου €5.5 εκατ. κατά το α’ εξάμηνο 2023).
Το καθαρό αποτέλεσμα από ασφαλιστικές εργασίες ανήλθε σε €23 εκατ. για α’ εξάμηνο 2024, σε σύγκριση με €25 εκατ. για το α’ εξάμηνο 2023, μειωμένο κατά 7% σε ετήσια βάση, λόγω της αρνητικής εμπειρίας απαιτήσεων στον γενικό κλάδο ασφάλισης που προέκυψε από τα έντονα καιρικά φαινόμενα που συνέβησαν κατά το α’ τρίμηνο 2024.
Τα καθαρά κέρδη/(ζημιές) από επανεκτίμηση και πώληση επενδύσεων σε ακίνητα και από πώληση αποθεμάτων ακινήτων για το α’ εξάμηνο 2024 ανήλθαν σε €2 εκατ. (αποτελούμενα από καθαρά κέρδη από πώληση αποθεμάτων ακινήτων και επενδύσεων σε ακίνητα ύψους περίπου €3 εκατ., και καθαρές ζημιές από επανεκτίμηση επενδύσεων σε ακίνητα ύψους περίπου €1 εκατ.), σε σύγκριση με €5 εκατ. για το α εξάμηνο 2023. Τα κέρδη ΔΔΑ δύναται να παρουσιάζουν διακυμάνσεις
Τα συνολικά έσοδα για το α’ εξάμηνο 2024 ανήλθαν σε €549 εκατ. (σε σύγκριση με €511 εκατ. για α’ εξάμηνο 2023, αυξημένα κατά 7% σε ετήσια βάση), λόγω της αύξησης στα καθαρά έσοδα από τόκους όπως επεξηγείται πιο πάνω
Τα συνολικά έξοδα για το α΄ εξάμηνο 2024 ανήλθαν σε €186 εκατ. (σε σύγκριση με €180 εκατ. για το α’ εξάμηνο 2023, αυξημένα κατά 4% σε ετήσια βάση), εκ των οποίων 52% αφορά το κόστος προσωπικού (€96 εκατ.), 38% αφορά τα άλλα λειτουργικά έξοδα (€71 εκατ.) και 10% αφορά τον ειδικό φόρο επί των καταθέσεων και άλλα τέλη/εισφορές (€19 εκατ.). Η ετήσια αύξηση οφείλεται στο υψηλότερο κόστος προσωπικού.
Το σύνολο λειτουργικών εξόδων για το α΄ εξάμηνο 2024 ανήλθαν σε €167 εκατ. (σε σύγκριση με €162 εκατ. για το α’ εξάμηνο 2023, αυξημένο κατά 4% σε ετήσια βάση), λόγω κυρίως του υψηλότερου κόστους προσωπικού. Το σύνολο λειτουργικών εξόδων για το β’ τρίμηνο 2024 ανήλθε σε €86 εκατ., σε σύγκριση με €81 εκατ. κατά το α’ τρίμηνο 2024. Το κόστος προσωπικού για το α΄ εξάμηνο 2024 ανήλθε σε €96 εκατ. (σε σύγκριση με €93 εκατ. για το α’ εξάμηνο 2023, αυξημένο κατά 3% σε ετήσια βάση) και περιλαμβάνει πρόβλεψη για παροχές προσωπικού (μεταβλητές αποδοχές) βάσει απόδοσης ύψους περίπου €5 εκατ. (σε σύγκριση με πρόβλεψη για παροχές προσωπικού (μεταβλητές αποδοχές) βάσει απόδοσης ύψους περίπου €3.5 εκατ. και για παροχές τερματισμού προσωπικού ύψους περίπου €2.8 εκατ. κατά το α’ εξάμηνο 2023). Εξαιρώντας τις πιο πάνω προβλέψεις, το κόστος προσωπικού αυξήθηκε κατά 5% σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας τις μισθολογικές αυξήσεις, τις υψηλότερες αναπροσαρμογές για το κόστος διαβίωσης (αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή (ΑΤΑ)) και τις υψηλότερες συνεισφορές του εργοδότη. Το κόστος προσωπικού για το β’ τρίμηνο 2024 ανήλθε σε €48 εκατ. στα ίδια επίπεδα σε τριμηνιαία βάση.
Ο δείκτης κόστος προς έσοδα αναπροσαρμοσμένος για τον ειδικό φόρο επί των καταθέσεων και άλλα τέλη/εισφορές για το α’ εξάμηνο 2024 ανήλθε σε 30%, σε σύγκριση με 32% για το α’ εξάμηνο 2023, επωφελούμενος από τα υψηλότερα έσοδα. Ο δείκτης κόστος προς έσοδα αναπροσαρμοσμένος για τον ειδικό φόρο επί των καταθέσεων και άλλα τέλη/εισφορές για το β’ τρίμηνο 2024 ανήλθε σε 32%, σε σύγκριση με 29% για το α’ τρίμηνο 2024.
Οι συνολικές προβλέψεις της τράπεζας, μειώθηκαν στα €44 εκατ. σε σύγκριση €68 εκατ.
Οι πιστωτικές ζημιές δανείων για το α’ εξάμηνο 2024 ανήλθαν σε €16 εκατ., σε σύγκριση με €24 εκατ. για το α’ εξάμηνο 2023, μειωμένα κατά 36% σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας τις συνεχείς ισχυρές επιδόσεις του δανειακού χαρτοφυλακίου και το σταθερό οικονομικό περιβάλλον.
Οι συνολικές καταθέσεις πελατών του Συγκροτήματος ανήλθαν σε €19,723 εκατ. στις 30 Ιουνίου 2024 (σε σύγκριση με €19,260 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2024 και με 19,337 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2023), αυξημένες κατά 2% σε τριμηνιαία βάση και από την αρχή του έτους
Τα δάνεια του Συγκροτήματος ανήλθαν σε €10,318 εκατ. στις 30 Ιουνίου 2024, σε σύγκριση με €10,276 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2024 και με €10,277 εκατ. στις 30 Ιουνίου 2023, περίπου στα ίδια επίπεδα σε ετήσια βάση.
Στις 30 Ιουνίου 2024, ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας του Συγκροτήματος (ΔΚΡ) ανήλθε σε 304% (σε σύγκριση με 315% στις 31 Μαρτίου 2024 και με 359% στις 31 Δεκεμβρίου 2023), πολύ πιο πάνω από τις ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις ύψους 100%. Το πλεόνασμα ρευστότητας στον ΔΚΡ στις 30 Ιουνίου 2024 ανήλθε σε €7.5 δις (σε σύγκριση με €7.3 δις στις 31 Μαρτίου 2024 και με €9.1 δις στις 31 Δεκεμβρίου 2023), αυξημένο κατά 3% σε τριμηνιαία βάση, καθώς η έκδοση πράσινου ομολόγου υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ύψους €300 εκατ. τον Απρίλιο 2024 και η αύξηση των καταθέσεων κατά 2% σε τριμηνιαία βάση αντισταθμίζουν εν μέρη την επίδραση από την αποπληρωμή του υπόλοιπου ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ ύψους €300 εκατ. τον Ιούνιο 2024.
Ο νέος δανεισμός που δόθηκε κατά το α’ εξάμηνο 2024 ανήλθε σε €1,227 εκατ., αυξημένος κατά 10% σε ετήσια βάση, και προέρχεται κυρίως λόγω της αυξημένης ζήτησης για δάνεια σε επιχειρήσεις.
Αναφορικά με τα κεφάλαια της τράπεζας, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (υπολογισμένοι για εποπτικούς σκοπούς) ανέρχονται σε 18,3% και 23,3% αντίστοιχα.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με βάση την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΜΕΔ) μειώθηκαν κατά €53 εκατ., ή 15% κατά το β’ τρίμηνο 2024, σε σύγκριση με καθαρή μείωση ΜΕΔ ύψους €18 εκατ. κατά το α΄ τρίμηνο 2024, σε €294 εκατ. στις 30 Ιουνίου 2024 (σε σύγκριση με €347 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2024 και με €365 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2023). Ως αποτέλεσμα, τα ΜΕΔ μειώθηκαν στο 2.8% του συνόλου των δανείων στις 30 Ιουνίου 2024, σε σύγκριση με 3.4% στις 31 Μαρτίου 2024 και με 3.6% στις 31 Δεκεμβρίου 2023. Το ποσοστό κάλυψης των ΜΕΔ ανέρχεται σε 85% στις 30 Ιουνίου 2024, σε σύγκριση με 77% στις 31 Μαρτίου 2024 και με 73% στις 31 Δεκεμβρίου 2023. Λαμβάνοντας υπόψη τις εμπράγματες εξασφαλίσεις σε εύλογη αξία, τα ΜΕΔ καλύπτονται πλήρως. Συνολικά, από το ανώτατό τους επίπεδο το 2014, τα ΜΕΔ έχουν μειωθεί κατά €14.7 δις ή 98% σε περίπου €0.3 δις και το ποσοστό ΜΕΔ προς δάνεια κατά περίπου 60 εκατοστιαίες μονάδες, από 63% σε κάτω από 3%.
Σχολιάζοντας τα μεγέθη, ο διευθύνων σύμβουλος, κ. Πανίκος Νικολάου, τόνισε ότι: «Έχουμε επιτύχει άλλο ένα τρίμηνο ισχυρής κερδοφορίας, αποδεικνύοντας τη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μας μοντέλου. Για έκτο συνεχόμενο τρίμηνο, σημειώσαμε Απόδοση Ενσώματων Ιδίων Κεφαλαίων (ROTE) υψηλότερη από 20%, ξεπερνώντας σημαντικά τους στόχους του 2024 που θέσαμε τον Φεβρουάριο 2024. Η ισχυρή αυτή επίδοση υποστηρίχθηκε από τα συνεχιζόμενα ισχυρά και ανθεκτικά καθαρά έσοδα από τόκους, τη συνεχή πειθαρχημένη διαχείριση κόστους παρά τις πληθωριστικές πιέσεις καθώς και τη χαμηλή χρέωση πιστωτικών ζημιών δανείων (cost of risk). Συνολικά, κατά το α’ εξάμηνο 2024 καταγράψαμε βασικά κέρδη ανά μετοχή ύψους €0.61, δημιουργώντας ισχυρή αξία για τους μετόχους, με την ενσώματη λογιστική αξία ανά μετοχή να βελτιώνεται κατά 21% σε ετήσια βάση, σε €5.27.
Η κεφαλαιακή μας θέση παραμένει ισχυρή. Ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας, μετά από σχετική πρόβλεψη για διανομή1 ανήλθαν σε 18.3% και 23.3% αντίστοιχα στις 30 Ιουνίου 2024. H ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου παραμένει υγιής και συνεχίζει να βελτιώνεται, με το ποσοστό ΜΕΔ προς δάνεια να μειώνεται για πρώτη φορά κάτω από 3%.
Η κυπριακή οικονομία συνεχίζει να επιδεικνύει δύναμη και ανθεκτικότητα, παρά τη γεωπολιτική αβεβαιότητα. Ο ρυθμός ανάπτυξης της Κύπρου αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 2.9%2 το 2024, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Η ισχυρή οικονομική και λειτουργική μας επίδοση αντανακλάται επίσης στις υψηλότερες πιστοληπτικές αξιολογήσεις, καθώς πρόσφατα οι οίκοι αξιολόγησής Moody’s, S&P και Fitch προχώρησαν με αναβαθμίσεις. Συγκεκριμένα ο οίκος Moody’s αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση της Τράπεζας σε Baa1, 2 βαθμίδες πάνω από την επενδυτική βαθμίδα, που αποτελεί την υψηλότερη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση της Τράπεζας από το 2011.
Λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή επίδοση καθώς και το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον, αναβαθμίζουμε σήμερα τους οικονομικούς μας στόχους για το 2024 και 2025. Αναμένουμε Απόδοση Ενσώματων Ιδίων Κεφαλαίων (ROTE) μεγαλύτερη από 19% για το 2024 και σε επίπεδα mid-teens για το 2025, με ισχυρή ετήσια δημιουργία κεφαλαίων (CET1) πριν την αφαίρεση των διανομών, μεγαλύτερη από 300 μ.β.
H δέσμευση μας για επίτευξη σταθερής απόδοσης για τους μετόχους μας αποδεικνύεται από την συνολική διανομή ύψους €137 εκατ. από την κερδοφορία του 2023 η οποία περιλάμβανε πληρωμή μερίσματος σε μετρητά ύψους €112 εκατ. που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο 2024 και επαναγορά ιδίων μετοχών ύψους €25 εκατ. που ξεκίνησε τον Απρίλιο 2024. Για το 2024 στοχεύουμε σε διανομή προς το υψηλότερο άκρο του εύρους του ποσοστού διανομής μας (δηλαδή 50%), ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και τις απαιτούμενες εγκρίσεις. Δεδομένης της ισχυρής δημιουργίας κεφαλαίων, θα επανεξετάσουμε την πολιτική διανομής μας μαζί με τα οικονομικά αποτελέσματα του 2024 στο πλαίσιο των εκάστοτε συνθηκών της αγοράς.
Στην Τράπεζα Κύπρου αξιολογούμε τακτικά την στρατηγική μας για δημιουργία σταθερής αξίας για τους μετόχους. Ένα από τα θέματα που αξιολογούμε είναι ο καλύτερος τρόπος παρουσίας του Συγκροτήματος στις αγορές με στόχο την πιο εύκολη προσέλκυση νέων επενδυτών. Σε αυτό το πλαίσιο, το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε πως η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αθηνών, σε συνδυασμό με τη διαγραφή από το Χρηματιστήριο Αξιών του Λονδίνου, θα αποφέρει μια σειρά από μακροπρόθεσμα στρατηγικά οφέλη και θα ενισχύσει την παρουσία του Συγκροτήματος στις αγορές. Στις επόμενες εβδομάδες θα παρουσιάσουμε τους λόγους για τους οποίους προτείνουμε τα πιο πάνω, με πρόταση που θα τεθεί στους μετόχους σε επερχόμενη Έκτακτη Γενική Συνέλευση που θα συγκληθεί σε εύθετο χρονικό πλαίσιο.
Είμαστε ευχαριστημένοι με την πρόοδο που έχουμε σημειώσει μέχρι σήμερα και παραμένουμε επικεντρωμένοι στην επίτευξη αποτελεσμάτων για τα βασικά ενδιαφερόμενα μέρη μας. Συνεχίζουμε να υλοποιούμε τη στρατηγική που έχουμε θέσει, ενδυναμώνοντας τη θέση ισχύος μας, εστιάζοντας στη στήριξη των πελατών μας και στη δημιουργία αξίας για τους μετόχους, στηρίζοντας παράλληλα την ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας.»