Οι ελληνικές ρυζογκοφρέτες της Agrino βρίσκονται εδώ και λίγο καιρό στα ράφια της Ισλανδίας, εξέλιξη που επιβεβαιώνει την στρατηγική απόφαση της εταιρείας να επεκταθεί στο πεδίο του healthy snacking, ανοίγοντας το δρόμο για την είσοδο και σε νέες προϊοντικές κατηγορίες. Ταυτόχρονα, η διοίκηση της Agrino δηλώνει «ανοιχτή» σε συζήτηση για σύμπραξη με στρατηγικό επενδυτή ή και την είσοδό της στο χρηματιστηριακό ταμπλό ενώ στο στόχαστρό της βρίσκονται και πιθανές ευκαιρίες εξαγοράς.
Αναλυτικότερα, χωρίς να έχει συμπληρώσει ακόμα ένα χρόνο από το «ντεμπούτο» της στην κατηγορία των σνακ, μέσα από το λανσάρισμα πέντε κωδικών ρυζογκοφρέτας το περσινό Μάρτιο, η Agrino «κοιτά» στα μάτια το διεθνή ανταγωνισμό που δραστηριοποιείται στην εγχώρια αγορά και επιδιώκει να διεκδικήσει ισχυρή θέση και στα ξένα ράφια.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε χθες ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, κ. Αναστάσιος Πιστιόλας, η εγχώρια αγορά της ρυζογκοφρέτας εκτιμάται σε περίπου 10 εκατ. ευρώ, με την Agrino να έχει καταφέρει να κατακτήσει ήδη ηγετικό μερίδιο που κυμαίνεται στο 25-30%.
Παράλληλα, οι ελληνικές ρυζογκοφρέτες έχουν ήδη ξεκινήσει τα ταξίδια τους εκτός συνόρων με ενδεικτικό σταθμό την αγορά της Ισλανδίας, όπου και θα αποτελέσουν και το «όχημα» εισόδου και για άλλα επώνυμα προϊόντα της εταιρείας στις κατηγορίες του ρυζιού.
Οι εξαγωγές, εξάλλου, αποτελούν σημείο αιχμής στην στρατηγική ανάπτυξης της εταιρείας την προσεχή διετία, καθώς επιδιώκεται να αποτελούν το 50% του τζίρου και το 30% του όγκου πωλήσεων. Σημειώνεται ότι οι εξαγωγές το 2019 ενισχύθηκαν κατά 8% και, πλέον, αντιπροσωπεύουν το 13% του τζίρου της εταιρίας, ενώ σε επίπεδο όγκου ξεπερνούν το 20%.
Η Agrino σήμερα μετρά παρουσία σε 30 αγορές, ωστόσο θέλοντας να διευρύνει περαιτέρω το εξαγωγικό της αποτύπωμα προσβλέπει στη διείσδυση στις μεγάλες, αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. καθώς και στις ΗΠΑ, ενώ υπάρχει ενδιαφέρον για προσέγγιση νέων αγορών, κυρίως προς τις χώρες της Ανατολικής Ασίας και την Αυστραλία.
Πέρα από την σημαντική διεύρυνση των εξαγωγών, ο σχεδιασμός της Agrino προσβλέπει σε ανάπτυξη μεριδίων και εσόδων και βελτίωση της κερδοφορίας.
Προς τούτο, η εταιρεία υλοποιεί τρία επενδυτικά προγράμματα συνολικού ύψους 10 εκατ. ευρώ, τα οποία έχουν ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2022. Κύριος στόχος του επενδυτικού πλάνου είναι ο εκσυγχρονισμός του μηχανολογικού εξοπλισμού και των παραγωγικών διεργασιών, η σημαντική αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας, η εισαγωγή πρόσθετων αυτοματισμών, η επένδυση στην ψηφιακή τεχνολογία με εισαγωγή νέων προηγμένων λογισμικών, η παραγωγή νέων καινοτόμων προϊόντων που ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες καθώς και η δημιουργία υποδομών αποθήκευσης και ξήρανσης πρώτων υλών.
Σημειώνεται ότι την περσινή χρήση η Agrino εμφάνισε καθαρές πωλήσεις 29,3 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας οργανική ανάπτυξη, χωρίς εμπόριο πρώτων υλών, της τάξεως του 6,3%. Η λειτουργική κερδοφορία (EBITDA) το 2019 υπερέβη τα 2 εκατ. ευρώ έναντι 1,56 εκατ.ευρώ το 2018. Σε ό,τι αφορά στη θέση της Agrino στην εγχώρια αγορά, διατηρεί ηγετικά μερίδια στο ρύζι και τις ρυζογκοφρέτες, ενώ αποτελεί το δεύτερο παίχτη στην κατηγορία των οσπρίων.
Συμπράξεις, Χ.Α. και εξαγορές
Εξάλλου, ερωτηθείς σχετικά ο κ. Πιστιόλας δηλώνει ότι η Agrino είναι ανοιχτή να συζητήσει το ενδεχόμενο εισόδου στρατηγικού επενδυτή ή και την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι η εταιρεία ελέω της χρηστής διαχείρισης έχει λελογισμένη έκθεση στο δανεισμό, ενώ μπορεί να καλύψει τα αναπτυξιακά της πλάνα, που μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνουν και πιθανές εξαγορές.
«Είμαστε ανοιχτοί να συζητήσουμε με ενδιαφερόμενους στρατηγικούς επενδυτές, εφόσον οι συνθήκες είναι ώριμες και βέβαια εφόσον διατηρήσουμε τον έλεγχο της εταιρείας μας», ανέφερε ο κ. Πιστιόλας, προσθέτοντας ότι η Agrino έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον τόσο εγχώριων επενδυτών όσο και fund και επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι στην παρούσα φάση δεν υπάρχει κάποια ανοιχτή διαπραγμάτευση. Παράλληλα, σημειώνοντας ότι «η ανάπτυξη έρχεται μέσα από τις εξαγορές» ο ίδιος ανέφερε ότι η εταιρεία εξετάζει την αγορά για πιθανές «ευκαιρίες» εξαγοράς ή συνεργασίες που κινούνται στη φιλοσοφία των σχεδιασμών που αφορούν την «επέκταση» του προϊοντικού χαρτοφυλακίου και σε νέες κατηγορίες.