Σε ενάρετο κύκλο βρίσκονται πλέον οι εγχώριες τράπεζες, προσβλέποντας σε ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις κατά την τριετία 2023 – 2025, παρά τις δυσκολίες που καταγράφονται στο σκέλος της πιστωτικής επέκτασης.
Με αιχμή την εξαιρετικά ευνοϊκή επιτοκιακή συγκυρία, οι τράπεζες επιτυγχάνουν μεγάλη αύξηση εσόδων, υψηλή κερδοφορία - αποδοτικότητα, ενώ παράλληλα ενισχύουν τις κινήσεις ανταμοιβής των μετόχων με διανομή μερίσματος και αγορά ιδίων μετοχών, στοιχεία που λειτουργούν σαν «μαγνήτης» για τους ξένους επενδυτές.
Το ιδιαίτερα θετικό κλίμα για τις ελληνικές τράπεζες αποτυπώθηκε και χθες στο συνέδριο της Morgan Stanley στο Λονδίνο, όπου μίλησαν οι επικεφαλής των συστημικών τραπεζών: Βασίλης Ψάλτης (Alpha Bank), Φωκίων Καραβίας (Eurobank), Παύλος Μυλωνάς (Εθνική Τράπεζα) και Χρήστος Μεγάλου (Τράπεζα Πειραιώς).
Οι επενδυτές στο πλαίσιο των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν με τα επιτελεία των τραπεζών εστίασαν βασικά σε 3 περιοχές:
- Κερδοφορία – μερισματική πολιτική. Οι τράπεζες υπογράμμισαν την εκτίμησή τους για διανομή μερίσματος για τη χρήση του 2023, ενώ παράλληλα προχωρούν σε προγράμματα αγοράς ιδίων μετοχών.
- Προοπτικές για το 2024. Οι εκτιμήσεις για το νέο έτος είναι ιδιαίτερα θετικές, καθώς παρά τη σταδιακή συρρίκνωση του επιτοκιακού περιθωρίου από το δεύτερο τρίμηνο, η κερδοφορία του κλάδου θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα. Η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους των περισσότερων χωρών της ευρωζώνης. Επιπλέον, στα ισχυρά σημεία της χώρας περιλαμβάνονται η πολιτική σταθερότητα και η δέσμευση Μητσοτάκης για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων.
- Πιστωτική επέκταση και οι δυσκολίες που καταγράφονται στην παραγωγή νέων δανείων. Για το 2023 οι περισσότερες τράπεζες δεν θα «πιάσουν» τον στόχο πιστωτικής επέκτασης που είχαν θέσει στους προϋπολογισμούς. Σημειώθηκαν μεγάλες αποπληρωμές, ενώ αρνητικά επηρέασε ότι το 2023 ήταν εκλογική χρονιά. Αναμένεται σημαντική επιτάχυνση στις χορηγήσεις δανείων το 2024 και 2025.
«Κλειδί» τα επιτόκια
Με αιχμή την ευνοϊκή επιτοκιακή συγκυρία σε συνδυασμό με την αναπτυξιακή δυναμική της εγχώριας οικονομίας, οι τράπεζες ήδη από τη χρήση του 2022 καταγράφουν δραστική βελτίωση μεγεθών σε όλες τις γραμμές του ισολογισμού με υψηλά έσοδα τόκων, ενίσχυση εσόδων από προμήθειες, σημαντική ενίσχυση κεφαλαιακής βάσης και εντυπωσιακούς δείκτες απόδοσης ενσώματων κεφαλαίων (RoTBV), δυναμική που έχει λειτουργήσει ως μαγνήτης για την προσέλκυση ξένων θεσμικών επενδυτών στις εγχώριες τράπεζες. Επιπλέον δεν φαίνεται να υπάρχει σοβαρή επίπτωση στο σκέλος της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως αποτυπώθηκε στο Ενημερωτικό Δελτίο της Εθνικής Τράπεζας για το placement, ότι η τράπεζα αναμένει βασικά λειτουργικά κέρδη προ προβλέψεων και μετά από φόρους άνω των 1 δισ. ετησίως για την περίοδο 2023 - 2025. Ανάλογη δυναμική, τηρουμένων των αναλογιών, θα καταγράψουν επίσης Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Bank.
Η δυναμική ανάπτυξη του κλάδου και οι προοπτικές για τα επόμενα χρόνια λειτούργησαν καταλυτικά για την επένδυση της UniCredit στην Alpha Bank και τη θεαματική ανταπόκριση των ξένων θεσμικών επενδυτών στο placement της Εθνικής Τράπεζας.
Όπως σημείωσαν οι επικεφαλής των εγχώριων τραπεζών στο Λονδίνο, το επιτοκιακό επιτόκιο βρίσκεται κοντά στο peak –πιθανότατα αυτό θα συμβεί στο πρώτο τρίμηνο του 2024- και σταδιακά θα μειωθεί (λόγω της αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων), ωστόσο θα παραμείνει σε ιδιαίτερα ικανοποιητικά επίπεδα, λόγω της κυριαρχίας των καταθέσεων ταμιευτηρίου. Επιπλέον οι τράπεζες προχωρούν στην επανεπένδυση, με πολύ καλύτερη τιμολόγηση, στοιχείων ενεργητικού που λήγουν και τα οποία ήταν με χαμηλές αποδόσεις.
Μοναδικό μελανό σημείο αποτελεί η δυσκολία στο σκέλος της πιστωτικής επέκτασης, ειδικά στον τομέα της στεγαστικής πίστης, και η μη επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί αδυναμία που ωστόσο αντισταθμίζεται από την υψηλή επιτοκιακή κερδοφορία.
Οι τράπεζες αισιοδοξούν ότι από το 2024 θα ενισχυθούν σημαντικά οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης με αιχμή τις επενδύσεις, όπου συμβάλλει αποφασιστικά το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και στην τραπεζική λιανική, απόρροια της βελτίωσης των εισοδημάτων και της άνθησης της αγοράς ακινήτων.
Τέλος εποχής για τα μηδενικά επιτόκια
Η απότομη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ ασφαλώς προκάλεσε και προκαλεί τριγμούς σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά εξαιτίας της αύξησης του κόστους του χρήματος, ωστόσο η αύξηση των επιτοκίων τερμάτισε μια μη φυσιολογική κατάσταση για τις τράπεζες και την οικονομία: τη διατήρηση για υπερβολικά μακρό χρονικό διάστημα των βασικών επιτοκίων του ευρώ σε μηδενικά επίπεδα. Τα μηδενικά επιτόκια για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα προκάλεσαν σοβαρές επιπλοκές με σοβαρότερη την έξαρση του πληθωρισμού.
Σημειώνεται ότι τον Σεπτέμβριο του 2014 η ΕΚΤ προχώρησε στην μείωση του βασικού επιτοκίου παρέμβασης στο 0,05% το οποίο στις αρχές του 2016 μειώθηκε στο 0% επίπεδο που διατηρήθηκε μέχρι το καλοκαίρι του 2022.
Η επαναφορά των επιτοκίων σε φυσιολογικά επίπεδα αποκαθιστά την κανονική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και ενισχύει θεαματικά τα επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών ειδικά στην Ελλάδα όπου η δομή των καταθέσεων, με την κυριαρχία των καταθέσεων ταμιευτηρίου (που έχουν πολύ χαμηλότερα επιτόκια σε σχέση με τις προθεσμιακές), επιτρέπει στις τράπεζες να μεγιστοποιούν το όφελος από την άνοδο των επιτοκίων.
Ακόμα και αν η ΕΚΤ προχωρήσει από τα μέσα του 2024 σε μειώσεις επιτοκίων αυτές θα είναι λελογισμένες ενώ είναι απιθανο να επιστρέψουμε σε κατάσταση μηδενικών επιτοκίων τα επόμενα χρόνια.
Η πορεία του βασικού επιτοκίου παρέμβασης της ΕΚΤ, 1999 - 2023. Πηγή: www.euribor-rates.eu