Η Κίνα, που ακόμη πριν από δέκα χρόνια ήταν εξαρτημένη από τις εισαγωγές όπλων, κατατάσσεται πλέον στη δεύτερη θέση μεταξύ των μεγαλύτερων κατασκευαστριών όπλων στον πλανήτη, καταγράφει έρευνα του Ινστιτούτου μελετών για τη διεθνή ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI) που δίνεται στη δημοσιότητα σήμερα.
Η χώρα, για την οποία τα δεδομένα συνεχίζουν να είναι δύσκολα προσβάσιμα, ξεπέρασε τη Ρωσία, που κατατάσσεται τρίτη, πάντως βρίσκεται ακόμη στη δεύτερη θέση και σε απόσταση πίσω από τις ΗΠΑ.
Η αδιαφάνεια γύρω «από τα μεγέθη των πωλήσεων όπλων των κινεζικών εταιρειών συνεχίζει να εμποδίζει την πλήρη κατανόηση» της βιομηχανίας αυτής στην Κίνα, τονίζεται στην έκθεση του SIPRI. Ωστόσο, «μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη κατασκευάστρια [όπλων] πίσω από τις ΗΠΑ και μπροστά από τη Ρωσία», τόνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Ναν Τιαν, εκ των συντακτών της έρευνας.
Τρεις κινεζικές κατασκευάστριες όπλων φιγουράρουν στην κατάταξη των δέκα μεγαλύτερων του τομέα παγκοσμίως, σύμφωνα με τα δεδομένα του ινστιτούτου.
Το μεγαλύτερο μέρος των κινεζικών όπλων τα οποία πωλούνται κάθε χρόνο — η αξία τους εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 70 και 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων (63 ως 72 δισεκ. ευρώ) — αποκτά ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας.
Πριν από δέκα χρόνια, η Κίνα θεωρείτο ακόμα εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές όπλων με προέλευση χώρες όπως η Ρωσία ή η Ουκρανία. «Πλέον δεν χρειάζεται να βασίζεται σε άλλες χώρες για όπλα», συνοψίζει ο Ναν Τιαν.
Οι κινεζικές κατασκευάστριες όπλων είναι εξάλλου πλέον πιο εξειδικευμένες από τις ανταγωνίστριές τους στο εξωτερικό: η Aviation Industry Corp of China (AVIC), η μεγαλύτερη της χώρας, παράγει αποκλειστικά αεροσκάφη και ηλεκτρονικά γι’ αυτά, ενώ στην πλειονότητά τους οι μεγάλες κατασκευάστριες όπλων σε διεθνές επίπεδο έχουν πολύ πιο ευρεία γκάμα προϊόντων στρατιωτικού εξοπλισμού.
Οι ερευνητές του SIPRI τονίζουν ότι αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν αξιόπιστα δεδομένα για την κινεζική βιομηχανία στρατιωτικού εξοπλισμού, καθώς οι εταιρείες είναι όλες κρατικές.
«Όλα είναι κλειδαμπαρωμένα» με την επίκληση «της εθνικής ασφάλειας», εξηγεί ο Ναν Τιαν.
Για την έρευνά του, το SIPRI εξέτασε τέσσερις συγκεκριμένες κινεζικές εταιρείες, που κατατάσσονται όλες τους μεταξύ των 20 μεγαλύτερων στον κόσμο, και διαβεβαιώνει ότι με την αύξηση των διαθέσιμων δεδομένων για αυτές, «είναι τώρα εφικτό να γίνουν σχετικά αξιόπιστες εκτιμήσεις για το μέγεθος της κινεζικής βιομηχανίας όπλων».
Παρότι δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις κινεζικές εξαγωγές όπλων, το ινστιτούτο υπογραμμίζει ότι η κινεζική βιομηχανία «έχει αναπτυχθεί σε βαθμό τέτοιο που υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση για τα όπλα που παράγει στο εξωτερικό».
Κατά τις εκτιμήσεις του SIPRI, η Κίνα κατέχει πλέον την πέμπτη θέση παγκοσμίως ως προς τις εξαγωγές όπλων. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν αφορούν την περίοδο από το 2015 ως το 2017.
Οι τέσσερις εταιρείες είχαν αθροιστικά πωλήσεις 54,1 δισεκ. δολαρίων το 2017, σύμφωνα με τα δεδομένα, στοιχείο που τις τοποθετεί ανάμεσα στις 20 μεγαλύτερες στον κόσμο και τρεις «ανάμεσα στις 10 μεγαλύτερες».
Οι πωλήσεις όπλων από αμερικανικές εταιρείες είχαν αθροιστικά το 2017 αξία 226,6 δισεκ. δολαρίων και αυτές από ρωσικές εταιρείες 37,7 δισεκ. δολαρίων, σύμφωνα με τα δεδομένα του ινστιτούτου.
Η αύξηση των κινεζικών εξαγωγών όπλων συνεπάγεται μεγέθυνση του κινδύνου διάδοσης και η ενίσχυση του ρόλου της Κίνας στην παγκόσμια αγορά ανησυχεί ιδιαίτερα τους ερευνητές του ινστιτούτου της Στοκχόλμης διότι, όπως εξηγούν, το Πεκίνο δεν τηρεί παρά ελάχιστες από τις διεθνείς συμφωνίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών.
Η Κίνα δεν έχει υπογράψει τη Συνθήκη για το Εμπόριο Όπλων, κείμενο που είχε υιοθετηθεί από τον ΟΗΕ το 2013 με σκοπό να εφαρμοστούν ηθικοί κανόνες όσον αφορά τις εξαγωγές συμβατικών όπλων σε διεθνές επίπεδο.
«Δεν υπάρχει νομικά δεσμευτικό σύστημα που να καθιστά υπεύθυνες την Κίνα και τις εξαγωγικές εταιρείες της», υπογραμμίζει ο Ναν Τιαν.
Το ινστιτούτο της Στοκχόλμης υπολογίζει ότι οι παγκόσμιες πωλήσεις όπλων ανήλθαν σε 1,8 τρισεκ. δολάρια το 2018, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, κυρίως λόγω των αυξημένων δαπανών των ΗΠΑ και της Κίνας.