Η συμμετοχή των κινέζικων εταιρειών στο Διεθνές Σαλόνι του Μονάχου ήταν μεγάλη. Η παρουσία τους έγινε κάτι παραπάνω από αισθητή και έστειλαν το μήνυμα ότι ήρθαν για να μείνουν. Πλέον η Κίνα έχει στραμμένο το βλέμμα της στην ευρωπαϊκή αγορά και έχει βάλει στόχο να αλλάξει ριζικά το πρόσωπο των αυτοκινητοβιομηχανιών της Ευρώπης.
Τον προηγούμενο Ιούνιο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ACEA, οι πωλήσεις των ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην ΕΕ ξεπέρασαν τις αντίστοιχες πωλήσεις των πετρελαιοκίνητων μοντέλων. Αυτό ουσιαστικά άναψε το «πράσινο φως» στις κινέζικες εταιρείες να ξεκινήσουν τις μαζικές διεισδύσεις των μοντέλων τους στην Ευρώπη, στοχεύοντας να καταλάβουν ένα μεγάλο ποσοστό από το μερίδιο των πωλήσεων.
Σε αντίθεση με την Ευρώπη, η Κίνα έχει υιοθετήσει μια ολιστική προσέγγιση στη βιομηχανική πολιτική, εξετάζοντας ολόκληρη την αλυσίδα. Από το αρχικό στάδιο μέχρι και το τελικό. Δίνει μεγάλη βαρύτητα στην τιμή των μοντέλων της, στην ασφάλεια των επιβατών, στο δίκτυο φόρτισης, στην πολύχρονη εγγύηση και το ευρύ δίκτυο ανταλλακτικών.
Σήμερα, η Κίνα αντιπροσωπεύει το 75% της παγκόσμιας παραγωγής μπαταριών και έχει σχεδόν μονοπώλιο στις προμήθειες κρίσιμων πρώτων υλών. Το 2022, σε μόλις ένα χρόνο, η χώρα εγκατέστησε 800.000 σημεία φόρτισης, ενώ σύναψε συμφωνίες για τη διάθεση των πρώτων υλών που απαιτούνται για την κατασκευή των μπαταριών.
Πρόσφατα υπήρξαν περιορισμοί εξαγωγών της Κίνας προς τρίτες χώρες για το γερμάνιο και το γάλλιο, δύο υλικά ζωτικής σημασίας για την κατασκευή των μικροτσίπ που πλέον έχουν τα σύγχρονα αυτοκίνητα και κυρίως τα ηλεκτρικά. Αυτό στέλνει και το μήνυμα του τι θα μπορούσε να συμβεί εάν υπάρξει στο μέλλον αποκλεισμός εξαγωγών προς την Ευρώπη. «Η εύρεση μιας ισορροπημένης προσέγγισης είναι σημαντική, καθώς το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς έχει αποκομίσει σημαντικά οφέλη για πολλούς Ευρωπαίους κατασκευαστές και πρόκειται να συνεχίσει να το κάνει παρά τον έντονο ανταγωνισμό από εγχώριες μάρκες», αναφέρει χαρακτηριστικά η γενική διευθύντρια της Ένωσης Ευρωπαϊκών Κατασκευαστών Αυτοκινήτων, Sigrid de Vries.
Η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης υποφέρει παραδοσιακά από το υψηλότερο ενεργειακό κόστος, το κόστος του εργατικού δυναμικού και την πολυφωνία λόγω την ύπαρξη πολλών κρατών.
Την ίδια στιγμή οι συζητήσεις στις Βρυξέλλες έχουν να κάνουν με μείωση των εκπομπών ρύπων. Η ΕΕ χρειάζεται μια ισχυρή βιομηχανική στρατηγική που να μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες βιώσιμης οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς να βλέπει άκρως ανταγωνιστικά τις κινεζικές εταιρείες, αλλά ως μια αφορμή να διορθώσει κάποια κακώς κείμενα ώστε να γίνει ακόμη καλύτερη από το παρελθόν.