Καταφέρνοντας πλήγμα στα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας η συντηρητική πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ έκρινε ότι το συνταγματικό δικαίωμα των Αμερικανών στην ελευθερία του λόγου επιτρέπει σε κάποιες επιχειρήσεις να αρνούνται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ομοφυλόφιλα ζευγάρια.
Οι δικαστές έκριναν με πλειοψηφία 6-3 υπέρ της Λόρι Σμιθ, μιας σχεδιάστριας ιστότοπων από το Ντένβερ, η οποία επικαλέστηκε τη χριστιανική της πίστη και προσέφυγε κατά νομοθεσίας της πολιτείας του Κολοράντο που απαγορεύει στις επιχειρήσεις να κάνουν διακρίσεις εις βάρος των πελατών τους με βάση τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, τη θρησκεία, τη φυλή τους ή κάποια άλλα χαρακτηριστικά.
Ο συντηρητικός δικαστής Νιλ Γκόρσατς ανέφερε στην απόφαση ότι η νομοθεσία του Κολοράντο θα ανάγκαζε τη Σμιθ να δημιουργήσει περιεχόμενο το οποίο δεν πιστεύει, κατά παράβαση της Πρώτης Τροπολογίας του αμερικανικού Συντάγματος, που προστατεύει την ελευθερία του λόγου. «Η Πρώτη Τροπολογία αντιλαμβάνεται τις ΗΠΑ ως ένα πλούσιο και σύνθετο μέρος, όπου οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να σκέφτονται και να εκφράζονται όπως επιθυμούν, όχι όπως τους ζητά η κυβέρνηση», τόνισε στην απόφαση.
Οι τρεις φιλελεύθεροι δικαστές ήταν αντίθετοι, με τη Σόνια Σοτομαγιόρ να υπογραμμίζει στο κείμενο διαφωνίας που συνέταξαν: «Σήμερα το Δικαστήριο, για πρώτη φορά στην ιστορία του, δίνει σε μια επιχείρηση το συνταγματικό δικαίωμα να αρνείται να εξυπηρετήσει μέλη μιας προστατευόμενης (κοινωνικής) τάξης». «Εκδίδοντας αυτή τη νέα άδεια για διακρίσεις, σε μια προσφυγή που κατέθεσε εταιρεία η οποία επιδιώκει να στερήσει από τα ομόφυλα ζευγάρια την πλήρη και ίση απόλαυση των υπηρεσιών της, η άμεση και συμβολική συνέπεια της απόφασης είναι χαρακτηριστούν οι γκέι και οι λεσβίες πολίτες δεύτερης κατηγορίας».
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν επέκρινε την απόφαση. «Στην Αμερική κανένας δεν θα πρέπει να είναι θύμα διακρίσεων εξαιτίας του ποιου είναι ή του ποιον αγαπά», ανέφερε σε ανακοίνωσή του, εκφράζοντας την ανησυχία ότι η απόφαση θα προκαλέσει νέο κύμα διακρίσεων εις βάρος της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Η Σμιθ είναι ευαγγελική χριστιανή και δηλώνει ότι πιστεύει πως γάμος μπορεί να υπάρξει μόνο μεταξύ ενός άνδρα και μίας γυναίκας. Προσέφυγε προληπτικά εναντίον της πολιτείας Κολοράντο το 2016 καθώς, όπως ανέφερε, φοβήθηκε ότι θα τιμωρηθεί επειδή αρνήθηκε να εξυπηρετήσει ομόφυλα ζευγάρια.
Η Σμιθ και οι δικηγόροι της τόνιζαν ότι δεν κάνει διακρίσεις εις βάρος κανενός, απλά είναι αντίθετη σε μηνύματα που αντιβαίνουν στις χριστιανικές της αξίες. Εναντίον της ίδιας νομοθεσίας είχε προσφύγει και ένας χριστιανός ζαχαροπλάστης που αρνήθηκε να φτιάξει τούρτα γάμου για ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι. Το Ανώτατο Δικαστήριο τον δικαίωσε το 2018, αλλά η τότε απόφαση δεν αναφερόταν ευρύτερα στις συνέπειες της νομοθεσίας επί της ελευθερίας του λόγου.
Οργανώσεις προάσπισης των πολιτικών δικαιωμάτων και πολλοί νομικοί προειδοποίησαν για την αλυσιδωτή αντίδραση που ενδέχεται να προκληθεί από τη νίκη της Σμιθ, καθώς θα επιτρέπεται στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων να κάνουν διακρίσεις όχι μόνο λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, αλλά και λόγω πιθανών σεξιστικών, ρατσιστικών ή αντιθρησκευτικών απόψεων. Στο κείμενο διαφωνίας η Σοτομαγιόρ έκανε αυτή ακριβώς την εκτίμηση, κυρίως επειδή η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου βασίστηκε στην αρχή της ελευθερίας του λόγου.
«Ένας σχεδιαστής ιστοσελίδων θα μπορούσε με τον ίδιο τρόπο να αρνηθεί να δημιουργήσει έναν ιστότοπο γάμου για ένα ζευγάρι τα μέλη του οποίου ανήκουν σε διαφορετική φυλή (…) Ένας ιδιοκτήτης χαρτοπωλείου θα μπορούσε να αρνηθεί να πουλήσει κάρτες για την ανακοίνωση της γέννησης ενός μωρού από ζευγάρι με αναπηρία επειδή είναι αντίθετος στην ιδέα να αποκτήσουν παιδί. Ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα θα μπορούσε να επιτρέπει μόνο στις ‘παραδοσιακές οικογένειες’ να βγάζουν οικογενειακά πορτρέτα. Και ούτω καθ’ εξής».