Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκανε δεκτή την προσφυγή της κρατικής τουρκικής τράπεζας Halkbank, η οποία προσπαθεί να αποφύγει την ποινική δίωξή της για την κατηγορία ότι βοήθησε το Ιράν να αποφύγει τις κυρώσεις που του είχε επιβάλει η Ουάσινγκτον.
Οι δικαστές απέρριψαν την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που είχε εγκρίνει τη δίωξη και ζήτησαν από το 2ο Εφετείο του Μανχάταν να επανεξετάσει το αίτημα απόρριψης της υπόθεσης.
Η μεγάλη τουρκική, κρατική τράπεζα κατηγορείται ότι βοήθησε να διακινηθούν κρυφά τα έσοδα Ιράν από πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου από λογαριασμούς στη Halkbank για να διοχετευθούν στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τον Οκτώβριο του 2019, η Halkbank κατηγορήθηκε για τραπεζική απάτη, ξέπλυμα χρήματος, συνωμοσία για εξαπάτηση των ΗΠΑ, συνωμοσία για παραβίαση του Διεθνούς Νόμου Περί Οικονομικών Εξουσιών Έκτακτης Ανάγκης, συνωμοσία για διάπραξη τραπεζικής απάτης και συνωμοσία για διάπραξη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η υπόθεση της Halkbank περιέπλεξε τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε χαρακτηρίσει τις κατηγορίες σε βάρος της τράπεζας «ένα αθέμιτο, άσχημο» βήμα.
Η τουρκική τράπεζα είχε υποστηρίξει έναντι του ομοσπονδιακού δικαστηρίου της Νέας Υόρκης ότι δεν έπρεπε να δικασθεί επειδή, ως δημόσια οντότητα, έχει ασυλία από ποινικές διώξεις στις ΗΠΑ. Η Halkbank είχε υποστηρίξει ότι ο νόμος περί ασυλίας για αλλοδαπούς κρατικούς αξιωματούχους δεν επιτρέπει την ποινική της δίωξη, αλλά ο δικαστής Μπέρμαν της Ν. Υόρκης είχε κρίνει ότι ο σχετικός νόμος δεν ισχύει για ποινικές υποθέσεις και, ακόμη και αν ίσχυε, δεν θα κάλυπτε εμπορικές δραστηριότητες, όπως αυτές για τις οποίες κατηγορείται η τουρκική τράπεζα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την άποψη της τράπεζας ότι προστατεύεται με βάση τον νόμο 1976 περί κρατικής ετεροδικίας (FSIA). Η πλειοψηφία όμως (7 έναντι 2) έκρινε ότι το 2ο Εφετείο δεν εξέτασε εάν η τράπεζα έχει ασυλία με βάση τις αρχές του «κοινού δικαίου».
Η αμερικανική κυβέρνηση αντέτεινε ότι στην υπόθεση αυτή δεν διώκεται μια ξένη κυβέρνηση και ότι εδώ και τουλάχιστον 70 χρόνια η αμερικανική δικαιοσύνη έχει εξετάσει πολλές άλλες υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται εταιρείες που ανήκουν σε ξένα κράτη – αν όχι και τα ίδια τα ξένα κράτη. Ο νομικός εκπρόσωπος του υπουργείου Δικαιοσύνης είπε στο Ανώτατο Δικαστήριο τον Ιανουάριο ότι μια απόφαση υπέρ της Halkbank θα επέτρεπε σε οποιαδήποτε ξένη κρατική εταιρεία να μετατραπεί σε μηχανισμό αποφυγής των ομοσπονδιακών αδικημάτων «να παρεμβαίνει στις εκλογές μας, να κλέβει πυρηνικά μυστικά ή, όπως εδώ, να παρακάμπτει τις κυρώσεις μας και να διοχετεύει δισεκατομμύρια δολάρια σε μια χώρα στην οποία έχει επιβληθεί εμπάργκο».
Οι αμερικανικές εισαγγελικές αρχές κατηγορούν την Halkbank ότι μετέτρεπε τα έσοδα από την πώληση πετρελαίου σε χρυσό και στη συνέχεια σε μετρητά για να εξυπηρετεί ιρανικά συμφέροντα, ενώ συνέτασσε πλαστά έγγραφα περί αποστολής τροφίμων για να δικαιολογεί τη μεταφορά των πετρελαϊκών εσόδων. Λένε επίσης ότι η Halkbank βοήθησε το Ιράν να μεταφέρει κρυφά 20 δισ. δολάρια, εκ των οποίων τουλάχιστον το 1 δισ. νομιμοποιήθηκε μέσω του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το 2ο Εφετείο του Μανχάταν αποφάνθηκε το 2021 ότι ακόμη και αν ο νόμος FSIA προστάτευε την τράπεζα, τα γεγονότα για τα οποία της ασκήθηκε δίωξη εμπίπτουν στις εξαιρέσεις που αφορούν την εμπορική δραστηριότητα.