Μια δίκη με μεγάλη βαρύτητα για το τουρκικό τραπεζικό σύστημα, αλλά και για τις διπλωματικές σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον θα αρχίσει το επόμενο διάστημα σε ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν, με την κρατική τράπεζα Halkbank στη θέση του κατηγορούμενου για τη σοβαρότερη υπόθεση παραβίασης των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν.
Η διοίκηση της τουρκικής τράπεζας ως τώρα είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του αμερικανικού δικαστηρίου και επέμενε να μην εκπροσωπείται στις διαδικασίες, ενώ είχε επιχειρήσει να σταματήσει την εκδίκαση της υπόθεσης πριν φθάσει στο ακροατήριο, αλλά το αίτημά της απορρίφθηκε από το δικαστήριο. Για την υπόθεση της Halkbank είχε παρέμβει προσωπικά και ο πρόεδρος Ερντογάν, ζητώντας από τον Τραμπ να ασκήσει επιρροή για να σταματήσουν οι έρευνες.
Τελικά, αφού η τράπεζα απειλήθηκε από τις εισαγγελικές αρχές με πρόστιμο 1 εκατ. δολ. την ημέρα, για κάθε ημέρα αποχής της από τη δίκη, η διοίκηση της Halkbank έδωσε οδηγίες στους νομικούς παραστάτες της να εμφανισθούν χθες, Τρίτη, στο δικαστήριο του Μανχάταν και να δηλώσουν ότι θα εκπροσωπήσουν πλήρως την Halkbank στη δίκη. Η τράπεζα δεν αποδέχεται την ενοχή της και θα αποκρούσει το κατηγορητήριο των αμερικανικών αρχών.
Η Halkbank κατηγορείται για ξέπλυμα 20 δισ. δολ. για λογαριασμό νομικών προσώπων από το Ιράν, για τραπεζική απάτη, αλλά και για την απόκρυψη της πραγματικής φύσης των συναλλαγών που είχε με ιρανικές οντότητες από τις αμερικανικές αρχές. Η τράπεζα κατηγορείται ότι διακινούσε παράνομα, κατά την αμερικανική νομοθεσία περί κυρώσεων στο Ιράν, έσοδα από την πώληση ιρανικού πετρελαίου.
Για την υπόθεση αυτή έχει καταδικασθεί ήδη σε ποινή φυλάκισης 32 μηνών το στέλεχος της τράπεζες, Χακάν Ατίλα, ο οποίος αποφυλακίστηκε τον Ιούλιο του 2019 και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου λίγο αργότερα τιμήθηκε από τον υπουργό Οικονομικών και γαμπρό του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, με την ανάθεση της προεδρίας του Χρηματιστηρίου Κωνσταντινούπολης.