Η Ευρώπη εξαρτάται αυτή τη στιγμή υπερβολικά από την Κίνα για τεχνολογίες και θα πρέπει να προσέχει αυτή την εξάρτηση, δήλωσε σήμερα η πρωθυπουργός της Φινλανδίας Σάνα Μαρίν. «Ας είμαστε ειλικρινείς, έχουμε ήδη τρωτά σημεία. Το βλέπουμε όταν κοιτάζουμε τα τσιπ ή τους ημιαγωγούς, είμαστε υπερβολικά εξαρτημένοι», δήλωσε η Μαρίν στο Slush, μια ετήσια εκδήλωση για νεοφυείς επιχειρήσεις στο Ελσίνκι.
Η Μαρίν δήλωσε ότι η Ευρώπη έχει να διδαχθεί από την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια που οδήγησε στην ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη καθώς και την έλλειψη ιατρικών προμηθειών που παρατηρήθηκε κατά την πανδημία της COVID. «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι έχουμε τις δυνατότητες και τη γνώση για να χτίσουμε αυτές τις τεχνολογίες και να μην είμαστε εξαρτημένοι από την Κίνα και άλλες αυταρχικές χώρες που έχουν μια διαφορετική λογική από τις δημοκρατικές χώρες», δήλωσε η Μαρίν.
Η ίδια προέτρεψε την Ευρώπη να επενδύσει περισσότερα στη δική της ανάπτυξη σε νέους τομείς τεχνολογίας. «Πραγματικά ανησυχώ για αυτό το κομμάτι της τεχνολογίας διότι φοβάμαι ότι κάνουμε τα ίδια λάθη με την τεχνολογία και τις ψηφιακές λύσεις και επίσης με τις πρώτες ύλες που χρειαζόμαστε για να δημιουργήσουμε αυτές τις τεχνολογίες», δήλωσε.
Υπενθυμίζουμε πως την περασμένη εβδομάδα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας άσκησε βέτο στο ενδεχόμενο εταιρεία κινεζικών συμφερόντων να επενδύσει σε γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες θεωρήθηκαν κρίσιμης σημασίας για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας. Ειδικότερα, το Βερολίνο μπλόκαρε την σουηδική θυγατρική του κινεζικού ομίλου SAI Microelectronics από το να εξαγοράσει την Elmos, εταιρεία κατασκευής μικροτσίπ στο Ντόρτμουντ, και να επενδύσει στην ERS Electronic της Βαυαρίας.
Ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, είχε δηλώσει πως «πρέπει να εξετάζουμε προσεκτικά πιθανές εξαγορές εταιριών, ειδικά όταν πρόκειται για σημαντικές υποδομές ή όταν υπάρχει ο κίνδυνος η τεχνολογία μας να καταλήξει σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης - ειδικά στον τομέα των ημιαγωγών, είναι σημαντικό να προστατεύσουμε την τεχνολογική και οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας και της Ευρώπης» τονίζοντας παράλληλα ότι η Γερμανία είναι και θα παραμείνει ένας ανοιχτός τόπος επενδύσεων.