Αντιμέτωπη με μία από τις πιο επιθετικές οικονομικές κρίσεις στην ιστορία της βρίσκεται η Βρετανία, με τη στερλίνα να υποχωρεί, εντός της εβδομάδας, σε χαμηλό αρκετών δεκαετιών έναντι του δολαρίου και τις αποδόσεις των βρετανικών ομολόγων να εκτοξεύονται.
Η πορεία αυτή ανάγκασε την Τράπεζα της Αγγλίας να προχωρήσει σε μία πρωτόγνωρη παρέμβαση στην αγορά ομολόγων, ενώ όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσει ακάθεκτη τις αυξήσεις επιτοκίων, προκειμένου να περιορίσει τον συνεχώς αυξανόμενο πληθωρισμό.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο νέος υπουργός Οικονομικών, Κ. Κουάρτενγκ παρουσίασε τον «μίνι» προϋπολογισμό του, ο οποίος περιελάμβανε φοροελαφρύνσεις ύψους 45 δισεκατομμυρίων λιρών που θα χρηματοδοτηθούν μέσω πρόσθετου δανεισμού.
Ο συνδυασμός αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων με πτώση της στερλίνας οδηγεί ορισμένους οικονομικούς αναλυτές – σχολιαστές να συγκρίνουν τη Βρετανία με τις αναδυόμενες αγορές. Ο Λάρι Σάμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, υποστήριξε ότι οι ανακοινώσεις του Βρετανού υπουργού Οικονομικών κάνουν τη Βρετανία να φαίνεται «λίγο σαν μια αναδυόμενη αγορά που μετατρέπεται σε μια βυθιζόμενη αγορά».
Ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ έσπευσε να προσθέσει ότι η απόφαση του βρετανικού οικονομικού επιτελείου θα μπορούσε να αποτελέσει «εγχειρίδιο για το πώς δεν πρέπει να σχεδιάζεται και να πωλείται μια δημοσιονομική επέκταση». Η ιδέα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο μοιάζει ξαφνικά με μια αναδυόμενη οικονομία σε κρίση ήταν διαδεδομένη και στα σχόλια των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αναλυτές της τράπεζας ING δήλωσαν ότι «τα επίπεδα μεταβλητότητας για τη λίρα είναι αυτά που θα περίμενε κανείς κατά τη διάρκεια μιας νομισματικής κρίσης σε αναδυόμενες αγορές».
Μετά την ανακοίνωση του «μίνι» προϋπολογισμού, το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών, μια δεξαμενή σκέψης, εκτίμησε ότι ο δημόσιος δανεισμός της Βρετανίας θα ξεπεράσει φέτος τα 190 δισ. στερλίνες, το τρίτο υψηλότερο επίπεδο από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο - με το χρέος να αυξάνεται ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος μεσοπρόθεσμα.
Το κόστος δανεισμού της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου έχει αυξηθεί από επίπεδα κοντά στην Ισπανία και την Πορτογαλία στις αρχές Αυγούστου προς τα υψηλότερα επιτόκια της Ιταλίας και της Ελλάδας το τελευταίο διάστημα. Πολλοί οικονομολόγοι και σχολιαστές της χρηματοπιστωτικής αγοράς θεώρησαν ότι ο Βρετανός ΥΠΟΙΚ είχε αναλάβει πολύ μεγάλα ρίσκα και έθεσε την Τράπεζα της Αγγλίας υπό σοβαρή πίεση για να αποκαταστήσει κάποια ηρεμία. Από την πλευρά του ο Χιού Πιλ, επικεφαλής οικονομολόγος της BoE, δήλωσε ότι οι φορολογικές περικοπές της κυβέρνησης θα απαιτήσουν μια «σημαντική νομισματική απάντηση» με τη μορφή υψηλότερων επιτοκίων.
Οι οικονομολόγοι που προσπαθούν να αποστασιοποιηθούν από την αναταραχή των τελευταίων ημερών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η οικονομία της Βρετανίας υπέστη ζημιά από τη δημοσιονομική δήλωση του Κουάρτενγκ, αλλά απέρριψαν την άποψη ότι η Βρετανία βιώνει κάτι παρόμοιο με κρίση αναδυόμενης αγοράς. Ο Τζ. Γκάντχα, διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών, μιας δεξαμενής σκέψης, δήλωσε ότι τα υψηλότερα επιτόκια που απαιτούνται τώρα «θα συνεπάγονται μια βαθύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας ύφεση από ό,τι ήταν απαραίτητο».
Οι αναλυτές της Capital Economics και της Goldman Sachs εκτίμησαν ότι η BoE θα πρέπει να αυξήσει το τραπεζικό επιτόκιο στο 5% για να ελέγξει τον πληθωρισμό, ενώ εκείνοι της Nomura προέβλεψαν 4,5%. Οι οικονομολόγοι της Pantheon Macroeconomics θεώρησαν ότι η επισφαλής φύση της βρετανικής αγοράς ενυπόθηκων δανείων σήμαινε ότι η BoE θα μπορούσε πιθανώς να σταματήσει στο 4%.
Αλλά οι οικονομολόγοι δήλωσαν ότι ο κίνδυνος σοβαρής οικονομικής αναταραχής για πολλούς δεν ισοδυναμεί με μια ολοκληρωμένη οικονομική κρίση. Ο Άλαν Μονγκς, οικονομολόγος της JPMorgan, σημείωσε τη "μετρημένη" αντίδραση της BoE και του υπουργείου Οικονομικών, η οποία, όπως εκτίμησε, θα βοηθήσει να ηρεμήσει η κατάσταση στην αγορά, μαζί με τις πιθανές προσπάθειες της κυβέρνησης να περιορίσει τις δαπάνες για να στηρίξει τα δημόσια οικονομικά. «Αυτό θα είχε πιθανώς μεγάλο πολιτικό κόστος», υπογράμμισε.
Ο Άντριου Γκούντγουιν, οικονομολόγος στην Oxford Economics, δήλωσε ότι πιστεύει ότι «η κλίμακα της αντίδρασης [της αγοράς] είναι εκτός κλίματος με τη διαρθρωτική θέση του Ηνωμένου Βασιλείου», αν και πρόσθεσε ότι ο Κουάρτενγκ θα πρέπει να εργαστεί σκληρά για να ανακτήσει την αξιοπιστία του στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Εάν αυτό σημαίνει μελλοντικές περικοπές δαπανών, το πρόβλημα δεν θα είναι μια οικονομική κρίση αλλά μια πολιτική κρίση για την υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών. «Είμαστε επιφυλακτικοί ότι οι μεγάλες περικοπές δαπανών θα ήταν εφικτές στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση», τόνισε.