Η υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Τζίνα Ραϊμόντο κλιμάκωσε χθες, Δευτέρα, την άσκηση της πίεσης προς το Κογκρέσο αναφορικά με την έγκριση κονδυλίου 52 δισ. δολαρίων (49,15 δισ. ευρώ) για την επέκταση των δραστηριοτήτων των κατασκευαστών μικροκυκλωμάτων (τσιπ), καθώς προειδοποίησε ότι οι εταιρίες θα εγκαταλείψουν τα σχέδια επέκτασης των δραστηριοτήτων τους στις ΗΠΑ, αν δεν υπάρξει το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο.
«Σημειώστε τα λόγια μου..., εάν η Ημέρα της Εργασίας έρθει και περάσει και η νομοθεσία (Chips Act) δεν έχει ψηφιστεί από το Κογκρέσο, οι εταιρίες αυτές δεν θα περιμένουν και θα επεκταθούν σε άλλες χώρες», προειδοποίησε η ίδια στη διάρκεια συνέντευξης της στο CNBC.
Τα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου έχουν ψηφίσει εκδοχές της ίδιας νομοθεσίας, ώστε οι ΗΠΑ να γίνουν πιο ανταγωνιστικές απέναντι στην Κίνα. Η νομοθεσία αυτή προβλέπει τη χρηματοδότηση του τομέα της παραγωγής μικροκυκλωμάτων στις ΗΠΑ. Ωστόσο, τα μέλη του Κογκρέσου έχουν μέχρι σήμερα αποτύχει στην επίτευξη ενός συμβιβασμού για μία τελική εκδοχή του διευρυμένου νομοθετικού πακέτου, παρά την έλλειψη μικροκυκλωμάτων που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η προειδοποίηση της Ραϊμόντο έγινε μετά την ανακοίνωση των σχεδίων της GlobalWafers από την Ταϊβάν, νωρίτερα χθες, για την κατασκευή μιας εργοστασιακής μονάδας 5 δισ. δολαρίων (4,73 δισεκατομμυρίων ευρώ) στην πόλη Σέρμαν του Τέξας για την παραγωγή μικροεξαρτημάτων σιλικόνης που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανική παραγωγή των μικροκυκλωμάτων.
Σύμφωνα με την Ραϊμόντο ο εκτελεστικός διευθυντής της εταιρίας της είπε ότι η επένδυση αυτή εξαρτάται από την έγκριση της παραπάνω αναφερόμενης νομοθεσίας από το Κογκρέσο.
«Οι συνέπειες για την εθνική μας ασφάλεια είναι σοβαρές. Αν το νομοσχέδιο αυτό δεν ψηφιστεί και αν δεν κάνετε ό,τι είναι απαραίτητο γι' αυτό, είναι η ώρα να προχωρήσουμε μπροστά, επειδή δεν μπορούμε να περιμένουμε» προειδοποίησε η ίδια τους νομοθέτες. Η GlobalWafers δεν ανταποκρίθηκε άμεσα σε αίτημα σχολιασμού του Reuters.
Η παρατεταμένη έλλειψη μικροκυκλωμάτων προκαλεί προβλήματα στην παραγωγή των αυτοκινήτων και ηλεκτρονικών συσκευών, οδηγώντας μερικές εταιρίες στη μείωση της παραγωγής τους.