Πλήγμα στην κερδοφορία των τραπεζών της ευρωζώνης φέρνει ο πόλεμος στην Ουκρανία, σύμφωνα με τη νέα ετήσια Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΕΚΤ, που υπογραμμίζει ότι οι προβλέψεις για τα κέρδη του 2022 αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω, λόγω της αύξησης των πιστωτικών κινδύνων.
Μετά από μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών το 2021, οι προβλέψεις για το 2022 αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω, καθώς οι πιστωτικοί κίνδυνοι αυξήθηκαν, σημειώνει η ΕΚΤ. Η κερδοφορία των τραπεζών ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα το 2021, λόγω των υψηλότερων λειτουργικών εσόδων και των χαμηλότερων προβλέψεων για ζημίες από δάνεια, αλλά οι προοπτικές κερδοφορίας έχουν επιδεινωθεί λόγω της αλλαγής του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Η κερδοφορία παρέμεινε σταθερή και στις αρχές του 2022, αλλά οι αναλυτές αναθεώρησαν προς τα κάτω τις προβλέψεις απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE) για το 2022 για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ σε ποσοστό περίπου 7%, επίπεδο που εξακολουθεί να είναι χαμηλό σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, όπως τονίζει η ΕΚΤ.
Ενώ οι τράπεζες έδειξαν ανθεκτικότητα και οι πιστωτικοί κίνδυνοι που συνδέονται με τα άμεσα ανοίγματα είναι περιορισμένοι, ο τραπεζικός τομέας θα μπορούσε να επηρεαστεί έμμεσα από τις επιπτώσεις του πολέμου. Για παράδειγμα, μπορεί να εκτεθεί σε μεγαλύτερους πιστωτικούς κινδύνους ως αποτέλεσμα των υψηλότερων τιμών των βασικών προϊόντων και των διαταραγμένων παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού.
Στην πραγματικότητα, ένα ακόμη μεγάλο σοκ στις τιμές της ενέργειας θα μπορούσε να μεταφραστεί σε υψηλότερες πιθανότητες αθέτησης πληρωμών από εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων τομέων που επλήγησαν σοβαρά από την πανδημία, όπως τα καταλύματα και οι υπηρεσίες τροφίμων. Πάντως, μια ευρύτερη άσκηση ευπάθειας υποδηλώνει ότι συνολικά ο τραπεζικός τομέας είναι ανθεκτικός στις δευτερογενείς επιπτώσεις του πολέμου.
Η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να παράσχει κάποια στήριξη στα τραπεζικά περιθώρια βραχυπρόθεσμα, αλλά ορισμένες τράπεζες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεσοπρόθεσμα προκλήσεις. Ένα περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων και μια πιο απότομη καμπύλη αποδόσεων θα στηρίξουν μεν τα έσοδα από τόκους και, με τη σειρά τους, την κερδοφορία των τραπεζών, αλλά η κερδοφόρα χρηματοδότηση περιουσιακών στοιχείων χαμηλής απόδοσης μπορεί να αποτελέσει πρόκληση μεσοπρόθεσμα, σημειώνει η ΕΚΤ.
Ειδικότερα, η μεγάλης κλίμακας μετατόπιση κατά την τελευταία δεκαετία από τον κυμαινόμενο δανεισμό σε δάνεια σταθερού επιτοκίου, ιδίως για τα νοικοκυριά, μπορεί να μετριάσει ορισμένα από τα οφέλη που απολαμβάνουν οι τράπεζες από τα υψηλότερα επιτόκια. Αυτό μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές κερδοφορίας των τραπεζών σε περιπτώσεις όπου τα εν λόγω ανοίγματα σε επιτόκια αντισταθμίζονται λιγότερο καλά. Καθώς τα επιτόκια αυξάνονται, οι τράπεζες ενδέχεται επίσης να αντιμετωπίσουν υψηλότερους πιστωτικούς κινδύνους, δεδομένων των αυξανόμενων ανοιγμάτων σε ευπάθειες στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα τα τελευταία χρόνια.
Οι μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη ανάγκη διαχείρισης του κινδύνου στον κυβερνοχώρο, εξακολουθούν να επηρεάζουν τις προοπτικές για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ. Οι πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις που συνδέονται με τη χαμηλή οικονομική αποδοτικότητα, την περιορισμένη διαφοροποίηση των εσόδων και την πλεονάζουσα δυναμικότητα επιδεινώνουν τους κυκλικούς ανέμους.
Επιπλέον, οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ πρέπει επειγόντως να προχωρήσουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό τους, κυρίως για να είναι σε θέση να διαχειριστούν την αυξανόμενη απειλή των κινδύνων στον κυβερνοχώρο. Ωστόσο, έχοντας επικεντρωθεί στη μείωση του κόστους τα τελευταία χρόνια για την ενίσχυση των κερδών, τμήματα του τραπεζικού τομέα εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με τον ανταγωνισμό διεθνώς όσον αφορά τις επενδύσεις σε υποδομές Τεχνολογίας Πληροφορικής.
Η αυξημένη αβεβαιότητα γύρω από τις προοπτικές και οι χαμηλότερες προσδοκίες για τα κέρδη ενδέχεται τώρα να καθυστερήσουν περαιτέρω τα σχέδια μετασχηματισμού των τραπεζών της ζώνης του ευρώ, γεγονός που θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητά τους, επισημαίνει η ΕΚΤ.
Η επίδραση του πολέμου
«Ο τρομερός πόλεμος στην Ουκρανία έχει προκαλέσει τεράστια ανθρώπινη δυστυχία», τόνισε σε δήλωσή του ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος και προσέθεσε ότι «έχει επίσης αυξήσει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα μέσω των επιπτώσεών του σε όλες σχεδόν τις πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας και των συνθηκών χρηματοδότησης».
Η αντίδραση της αγοράς στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν σε μεγάλο βαθμό ομαλή. Ωστόσο, οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων και της ενέργειας παρέμειναν αυξημένες και ευμετάβλητες, γεγονός που προκάλεσε κάποια πίεση στις αγορές παραγώγων για τα προϊόντα αυτά. Παρά τις πρόσφατες προσαρμογές, ορισμένα περιουσιακά στοιχεία εξακολουθούν να διατρέχουν τον κίνδυνο περαιτέρω διορθώσεων σε περίπτωση που οι προοπτικές ανάπτυξης αποδυναμωθούν περαιτέρω και εάν ο πληθωρισμός κινηθεί σημαντικά υψηλότερα του αναμενόμενου.
Οι ευπάθειες ενδέχεται να αυξηθούν λόγω της αβέβαιης πορείας του πολέμου Ρωσίας - Ουκρανίας και των μεταβαλλόμενων προσδοκιών για την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στις προηγμένες οικονομίες. Άλλες πιθανές παγκόσμιες εξελίξεις, όπως μια ευρύτερη αναζωπύρωση της πανδημίας του κορονοϊού (COVID-19), αδυναμίες σε βασικές οικονομίες των αναδυόμενων αγορών ή μια εντονότερη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομικής δραστηριότητας, θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν τους κινδύνους για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ αντιμετωπίζουν προκλήσεις από την άνοδο των τιμών των εισροών και τις πιο ασαφείς οικονομικές προοπτικές. Αυτό μπορεί να αυξήσει τις εταιρικές αθετήσεις πληρωμών, ιδίως για επιχειρήσεις και τομείς που δεν έχουν ακόμη ανακάμψει πλήρως από την πανδημία. Επιπλέον, οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και εκείνες με χαμηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση ενδέχεται να δυσκολευτούν με αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης.
Οι τιμές των κατοικιών στη ζώνη του ευρώ συνέχισαν να αυξάνονται και η αύξηση του ενυπόθηκου δανεισμού επιταχύνθηκε, αν και η ευρεία επέκταση των ενυπόθηκων δανείων σταθερού επιτοκίου αναμένεται να προστατεύσει πολλούς δανειολήπτες από τα υψηλότερα επιτόκια βραχυπρόθεσμα.