Την ανάγκη το όπλο των οικονομικών κυρώσεων να χρησιμοποιηθεί από τη Δύση με συνετό τρόπο, ώστε να μην οδηγήσει σε κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας, υπογραμμίζει ο Economist, με αφορμή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Όπως σημειώνει σε κεντρικό του άρθρο, η ρωσική εισβολή αποτελεί τη μεγαλύτερη στρατιωτική ενέργεια στη Γηραιά Ήπειρο μετά το 1945. Παράλληλα σηματοδοτεί μια νέα εποχή οικονομικού πολέμου υψηλού κινδύνου που θα μπορούσε να διασπάσει περαιτέρω την παγκόσμια οικονομία.
Τα μέτρα που έχει επιβάλει η Δύση στη Ρωσία είναι τόσο ισχυρά που έχουν προκαλέσει χάος στην οικονομία της, με ΑΕΠ 1,6 τρισ. δολαρίων και οδήγησαν τον Βλαντιμίρ Πούτιν να χρησιμοποιήσει ανοικτά την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων. Η βαριά επίπτωση των κυρώσεων σε μία τόσο μεγάλη οικονομία όπως η ρωσική είναι άνευ προηγουμένου και θα προκαλέσει συναγερμό σε όλο τον κόσμο, ιδίως στην Κίνα, η οποία θα υπολογίσει εκ νέου το κόστος ενός πολέμου για την Ταϊβάν.
Η προτεραιότητα της Δύσης, σύμφωνα με τον Economist, πρέπει να είναι να κερδίσει την οικονομική αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Στη συνέχεια, πρέπει να δημιουργήσει ένα δόγμα που θα διέπει τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλονται οι οικονομικές κυρώσεις προκειμένου να αποτραπεί μια στροφή προς τις αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης.
Το γεγονός ότι η Ρωσία δεν έλαβε σοβαρά υπόψη την απειλή των κυρώσεων στην αρχή δεν αποτελεί έκπληξη. Άλλωστε, εδώ και αρκετά χρόνια έχουν επιβληθεί κυρώσεις σε αρκετές χώρες αλλά δεν είχαν αποτέλεσμα. Όπως σημειώνει ο Economist περίπου 10.000 άτομα ή εταιρείες υπόκεινται σε αμερικανικές κυρώσεις, επηρεάζοντας περισσότερες από 50 χώρες που αντιστοιχούν στο 27% του παγκόσμιου ΑΕΠ και καλύπτοντας τα πάντα, από βασανιστήρια μέχρι κρυπτονομίσματα. Όμως στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι κυρώσεις δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα η επιβολή πλήρους εμπάργκο στο Ιράν και τη Βενεζουέλα έχουν δημιουργήσει προβλήματα αλλά δεν έχουν οδηγήσει σε πτώση τις κυβερνήσεις των δύο χωρών.
Στις 26/2, όμως, η Δύση και κυρίως οι ΗΠΑ άφησαν πίσω τους κάθε δισταγμό και επέβαλαν οικονομικές κυρώσεις στην 11η ισχυρότερη οικονομία της υφηλίου. Καθιστώντας παράνομο για τις δυτικές εταιρείες να συναλλάσσονται με μεγάλες ρωσικές τράπεζες, εκτός από το εμπόριο ενέργειας, και εκδιώκοντάς τες από το διεθνές διατραπεζικό σύστημα πληρωμών SWIFT, πάγωσαν κάθε δραστηριότητά τους εκτός Ρωσίας.
Την ίδια ώρα, τα μέτρα κατά της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας σημαίνουν ότι δεν μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε μεγάλο μέρος από τα τεράστια συναλλαγματικά της αποθέματα 630 δισ. δολαρίων.
Η πρώτη αντίδραση των αγορών ήταν επιθετική, με το ρούβλι να έχει υποχωρήσει 28% από την αρχή του έτους, ενώ οι ρωσικές μετοχές που είναι εισηγμένες σε ξένα χρηματιστήρια βούλιαξαν κατά 90%. Ταυτόχρονα οι Ρώσοι σχηματίζουν ουρές έξω από τις τράπεζες προκειμένου να σηκώσουν μετρητά.
Το σοκ θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε προσπάθεια να «πέσει» η κυβέρνηση Πούτιν είτε σε μείωση των διαθέσιμων κεφαλαίων προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η πολεμική μηχανή της χώρας. Αλλά ο κ. Πούτιν θα μπορούσε να ανταποδώσει με τα δικά του οικονομικά όπλα, συμπεριλαμβανομένης της διακοπής ροής φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Όμως υπάρχει μία ξεκάθαρη επιλογή, σε περίπτωση οικονομικών αντιποίνων από τη Ρωσία η Δύση θα πρέπει να αντιδράσει με πυγμή και με τέτοια μέτρα που θα στείλουν το μήνυμα σε κάθε εννδιαφερόμενο ότι θα χάσει εάν ακολουθήσει τον δρόμο της οικονομικής εκδίκησης.
Μέσω της ικανότητάς της να εμποδίζει τις τεχνολογικές υπηρεσίες και τις εξαγωγές πετρελαίου (από τις οποίες η Ρωσία κερδίζει τέσσερις φορές περισσότερα από το φυσικό αέριο) η Δύση έχει το πλεονέκτημα, σημειώνει ο Economist.
Εάν η Δύση αντιμετωπίσει τη Ρωσία και παγιώσει την αποτρεπτική δύναμη των δικών της οικονομικών όπλων, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις θα είναι τρομακτικές. Όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται, τόσο περισσότερες χώρες θα επιδιώκουν να αποφύγουν να βασίζονται στη δυτική χρηματοδότηση. Αυτό θα έκανε την απειλή του αποκλεισμού λιγότερο ισχυρή. Θα οδηγούσε επίσης σε επικίνδυνο κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας. Στη δεκαετία του 1930, ο φόβος των εμπορικών εμπάργκο συνδέθηκε με μια στροφή σε πιο αυταρχικές και εσωστρεφείς τακτικές.
Για παράδειγμα η Κίνα μπορεί να επιφέρει τεράστιο οικονομικό κόστος στη Δύση, μπλοκάροντας τις αλυσίδες εφοδιασμού, αλλά είναι πλέον σαφές ότι σε περίπτωση πολέμου για την Ταϊβάν, η Δύση θα μπορούσε να παγώσει τα τεράστια αποθεματικά ύψους 3,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων της Κίνας. Ακόμη και ορισμένες δημοκρατίες όπως η Ινδία, που έχει αποφύγει να καταδικάσει την εισβολή της Ρωσίας, μπορεί να ανησυχούν ότι είναι πιο ευάλωτες στη δυτική πίεση. Κατά την επόμενη δεκαετία, οι τεχνολογικές αλλαγές θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέα δίκτυα πληρωμών που θα παρακάμπτουν το δυτικό τραπεζικό σύστημα.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το, δοκιμαστικό μέχρι στιγμής, ψηφιακό νόμισμα που έχει δημιουργήσει η Κίνα διαθέτει 261 εκατ. χρήστες, υπογραμμίζει ο Economist. Μπορεί αυτή τη στιγμή να είναι δύσκολο να τοποθετήσει κάποιος κεφάλαια εκτός των δυτικών αγορών, αλλά η ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα. Γι' αυτό, αφού περάσει η κρίση στην Ουκρανία, η Δύση θα πρέπει να επιδιώξει να καταστήσει σαφές πώς θα ελέγχονται οι κυρώσεις.
Η αδυσώπητη εξάπλωση αυτού του εργαλείου πρέπει να περιοριστεί, αν και τα στοχευμένα μέτρα κατά ατόμων και επιχειρήσεων για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένουν θεμιτά, ακόμη κι αν σπάνια λειτουργούν. Και πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι κυρώσεις ανάλογες με αυτές που επιβλήθηκαν στη Ρωσία χρησιμοποιούνται μόνο για να σταματήσουν ακραίες κινήσεις επιθετικότητας και πολέμου.