Με πρωτοφανή αποφασιστικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε ένα «κυνήγι» των ισχυρότερων Ρώσων ολιγαρχών, που θεωρείται ότι συνδέονται οικονομικά με τον ίδιο τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν, επιβάλλοντας αυστηρές οικονομικές κυρώσεις. Ήδη υπάρχουν οι πρώτες ενδείξεις ότι Ρώσοι δισεκατομμυριούχοι, υπό την πίεση των μέτρων, παύουν να υποστηρίζουν τις πολεμικές επιχειρήσεις του Πούτιν στην Ουκρανία.
Ύστερα από αρκετά χρόνια «άσφαιρων» κυρώσεων εναντίον Ρώσων ολιγαρχών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται ότι πλέον υπάρχει πραγματική αποφασιστικότητα διεθνώς σε αυτό το νέο «κυνήγι», υπό το βάρος των δραματικών εξελίξεων στην Ουκρανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πρώτη φορά ανακοίνωσε η Ελβετία ότι θα συμμετάσχει στην επιβολή κυρώσεων, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινείται το Μονακό, φορολογικός παράδεισος με μεγάλη παρουσία Ρώσων (ο πρίγκιπας Ρενιέ διατηρεί φιλική σχέση με τον Πούτιν).
Ο Αμερικανός χρηματιστής Μπιλ Μπράουντερ, που έχει πρωταγωνιστήσει στην προσπάθεια για την εισαγωγή του νόμου Μαγκνίτσκι στις ΗΠΑ, βάσει του οποίου επιβάλλονται κυρώσεις σε πρόσωπα και επιχειρήσεις για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από κράτη, έχει τονίσει ότι είναι κρίσιμης σημασίας για την αντιμετώπιση της Ρωσίας η επιβολή κυρώσεων σε επιχειρηματικά ονόματα από τη Ρωσία που κατατάσσονται στη λίστα πλουσιότερων ανθρώπων του Forbes, καθώς αυτοί τηρούν σε όλο τον κόσμο περιουσιακά στοιχεία εξ ονόματος του ίδιου του προέδρου Πούτιν.
Πράγματι, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανακοίνωσε χθες ότι στρέφεται εναντίον 26 κορυφαίων Ρώσων επιχειρηματιών. Ειδικότερα, η ΕΕ προσέθεσε 26 φυσικά πρόσωπα και ένα νομικό πρόσωπο στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, όσον αφορά ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.
Οι νέες καταχωρήσεις, σύμφωνα με την ανακοίνωση, περιλαμβάνουν ολιγάρχες και επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στους τομείς πετρελαίου, τραπεζών και ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς επίσης μέλη της κυβέρνησης, και υψηλόβαθμες στρατιωτικές προσωπικότητες, όπως και προπαγανδιστές που συνέβαλαν στη διάδοση προπαγάνδας κατά της Ουκρανίας και στην προώθηση θετικής στάσης απέναντι στην εισβολή στην Ουκρανία.
«Με αυτές τις πρόσθετες κυρώσεις, στοχεύουμε όλους όσους έχουν σημαντικό οικονομικό ρόλο στη στήριξη του καθεστώτος Πούτιν και επωφελούνται οικονομικά από το σύστημα. Αυτές οι κυρώσεις θα εκθέσουν τον πλούτο της ελίτ του Πούτιν. Όσοι επιτρέψουν την εισβολή στην Ουκρανία θα πληρώσουν το τίμημα της δράσης τους», δήλωσε ο Ύπατος Εκπρόσωπος για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, Ζοζέπ Μπορέλ.
Τα περιοριστικά μέτρα ισχύουν πλέον για συνολικά 680 άτομα και 53 οντότητες, μετά την προσθήκη των νέων προσώπων. Περιλαμβάνουν δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευση διάθεσης κεφαλαίων στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν ενταχθεί στη λίστα. Επιπλέον, η ταξιδιωτική απαγόρευση που εφαρμόζεται στα καταχωρημένα πρόσωπα εμποδίζει την είσοδό τους ή τη διέλευση τους μέσω του εδάφους της ΕΕ, όπως ανακοινώθηκε από το Συμβούλιο.
Τα μεγάλα ονόματα της ευρωπαϊκής λίστας
Σύμφωνα με πληροφορίες των "Financial Times", τα μέτρα που επιβλήθηκαν χθες αφορούν ορισμένους από τους πιο επιφανείς ολιγάρχες της Ρωσίας, πολλοί από τους οποίους έχουν στενούς δεσμούς με τον πρόεδρο Πούτιν.
Ειδικότερα, στη λίστα εντάχθηκε ο Μιχαήλ Φρίντμαν, ιδρυτής του Alfa Group και ο συνιδρυτής του ομίλου Πετρ Άβεν. Επίσης, εντάχθηκαν στη λίστα κυρώσεων ο Ιγκόρ Σέτσιν, επικεφαλής του πετρελαϊκού κολοσσού Rosneft και ο Νικολάι Τοκάρεφ, διευθύνων σύμβουλος της Trasneft, που ελέγχει το δίκτυο αγωγών πετρελαίου της Ρωσίας. Στη λίστα εντάχθηκε και ο κορυφαίος Ρώσος επιχειρηματίας, με πολύπλευρες δραστηριότητες, Άλισερ Ουσμάνοφ.
Ο Φρίντμαν της Alfa Group περιγράφεται στη δήλωση της ΕΕ ως «κορυφαίος Ρώσος χρηματιστής και πρόσωπο με καταλυτική επιρροή στον εσωτερικό κύκλο του Πούτιν», καθώς, όπως τονίζεται «υποστήριξε ενεργά, υλικά και οικονομικά, και επωφελήθηκε από τη συνεργασία με Ρώσους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων, που είναι υπεύθυνοι για την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας».
Η τράπεζα του Φρίντμαν, Alfa-Bank, υπόκειται ήδη σε κυρώσεις της ΕΕ όσον αφορά την έκδοση ομολόγων, μετοχών και δανείων στην ΕΕ, ενώ οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει περιορισμούς στο χρέος και τα ίδια κεφάλαιά της. Ο Άβεν, εξάλλου, περιγράφεται ως ένας από τους ολιγάρχες που έχουν τη στενότερη σχέση με τον Ρώσο πρόεδρο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Φρίντμαν, σε μια πρώτη ένδειξη ότι οι κυρώσεις αρχίζουν να «λυγίζουν» τους ολιγάρχες, εκφράσθηκε για πρώτη φορά εναντίον του πολέμου στην Ουκρανία. Κατήγγειλε τον πόλεμο στην Ουκρανία σε επιστολή του προς το προσωπικό της επενδυτικής εταιρείας του, LetterOne, και έγινε ο πρώτος Ρώσος ολιγάρχης που τάσσεται κατά της σύγκρουσης, κάνοντας λόγο για μια «τραγωδία» που θα «ρημάξει» τις δύο χώρες.
«Δεν κάνω πολιτικές δηλώσεις, είμαι ένας επιχειρηματίας με ευθύνες απέναντι στους χιλιάδες εργαζομένους μου στη Ρωσία και την Ουκρανία.Είμαι ωστόσο πεπεισμένος ότι ο πόλεμος δεν μπορεί ποτέ να είναι η απάντηση. Η κρίση αυτή θα κοστίσει ζωές και θα ρημάξει τα δύο έθνη που είναι αδέλφια εδώ και εκατοντάδες χρόνια», τονίζει στην επιστολή του ο Φρίντμαν και υπογραμμίζει ότι θέλει να δει αυτή την αιματοχυσία να τελειώνει.
Επίσης, ο επί σειρά ετών φίλος του Πούτιν, Γκενάντι Τιμοσένκο, ιδρυτής και βασικός μέτοχος του επενδυτικού ομίλου Volga περιλαμβάνεται στον κατάλογο της ΕΕ. Είναι μέτοχος της Bank Rossiya, η οποία βρίσκεται ήδη υπό κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από την ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Πρόκειται για την τράπεζα που θεωρείται ότι έχει την πιο στενή σχέση με τον πρόεδρο Πούτιν.
Ο επικεφαλής της Rosneft, Σέτσιν περιγράφεται ως ένας από τους «πιο έμπιστους και στενότερους συμβούλους του Πούτιν, καθώς και ως προσωπικός του φίλος», ο οποίος έρχεται σε επαφή με τον πρόεδρο σε καθημερινή βάση και αντλεί οικονομικά κέρδη, αναλαμβάνοντας «σημαντικές αναθέσεις σε αντάλλαγμα για υποταγή και αφοσίωση». Ο Σέτσιν υπόκειται ήδη σε ταξιδιωτική απαγόρευση και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από τις ΗΠΑ, όπως και ο γιος του.
Ο Τοκάρεφ, διευθύνων σύμβουλος της ρωσικής εταιρείας αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου Transneft, υπηρέτησε με τον Πούτιν στην KGB και αναφέρεται από την ΕΕ ότι είναι ένας από τους κρατικούς ολιγάρχες που ανέλαβε τον έλεγχο μεγάλων κρατικών περιουσιακών στοιχείων τη δεκαετία του 2000 και βρίσκεται σε στενή συνεργασία με τον Πούτιν και τις ρωσικές αρχές.
Στη λίστα της ΕΕ περιλαμβάνεται ο μεγιστάνας με περιουσία 18 δισ. δολ., μεταξύ άλλων και βασικός μέτοχος της τηλεπικοινωνιακής εταιρείας MegaFon, δεύτερης μεγαλύτερης στη Ρωσία, Α. Ουσμάνοφ, που θεωρείται ότι είναι ένας από τους «αγαπημένους ολιγάρχες» του Πούτιν. Κυρώσεις επιβάλλονται και στον Σεργκέι Ρολντουγκίν, που έχει ονομασθεί «πορτοφόλι του Πούτιν» και ο οποίος διατηρεί τα περιουσιακά του στοιχεία στην Bank Rossiya. Η ΕΕ επικαλείται έρευνα διεθνούς κοινοπραξίας ΜΜΕ, η οποία ισχυρίσθηκε ότι ο Ρολντουγκίν είναι υπεύθυνος για διακίνηση τουλάχιστον 2 δισ. δολαρίων μέσω τραπεζών και υπεράκτιων εταιρειών ως μέρος του κρυφού χρηματοπιστωτικού δικτύου του Πούτιν.
Ένας άλλος μέτοχος και επιχειρηματίας της Bank Rossiya που περιλαμβάνεται στον κατάλογο της ΕΕ είναι ο Αλεξέι Μορντάσοφ, πρόεδρος της χαλυβουργίας Severstal, η οποία, σύμφωνα με την ΕΕ, ελέγχει τηλεοπτικούς σταθμούς που στηρίζουν ενεργά τις πολιτικές της Μόσχας για την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας. Κατέχει επίσης το 34% του γερμανικού ταξιδιωτικού ομίλου Tui.
Ο πρόεδρος του διεθνούς αεροδρομίου της Μόσχας, Αλεξάντερ Πονομαρένκο, που επίσης περιλαμβάνεται στη λίστα, είναι ένας άλλος ολιγάρχης με στενούς δεσμούς με τον εσωτερικό κύκλο του Πούτιν και με την ηγεσία στην Κριμαία, την οποία προσάρτησε η Ρωσία το 2014. Όπως και αρκετοί άλλοι ολιγάρχες, ο Πονομαρένκο είχε χρηματοδοτήσει ένα συγκρότημα παλατιών που θεωρείται ότι χρησιμοποιείται προσωπικά από τον Πούτιν, όπως ανέφερε η Ευρωπαϊκή Ένωση.