Αίσθηση έχει προκαλέσει η απόφαση των κυβερνήσεων της Δύσης για την αποβολή ρωσικών τραπεζών από το SWIFT, μέτρο που αποτελεί «πυρηνικό όπλο» στο πλαίσιο των οικονομικών κυρώσεων στη Μόσχα για την επίθεση στην Ουκρανία. Όμως, αναλυτές τονίζουν ότι σε αυτή την απόφαση ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες και θα έχει τεράστια σημασία για την εξαγωγή συμπερασμάτων η δημοσιοποίηση της λίστας με τις τράπεζες που αποβληθούν από το διεθνές σύστημα επικοινωνίας των τραπεζών.
Η απόφαση για την αποβολή τραπεζών από το SWIFT θα προκαλέσει ένα τεράστιο οικονομικό πλήγμα στη Ρωσία, αλλά και θα έχει συνέπειες και για εταιρείες και τράπεζες της Δύσης, τονίζεται σε ανάλυση του Reuters. Το SWIFT είναι ένα ασφαλές σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων για την εξασφάλιση γρήγορων διασυνοριακών πληρωμών, το οποίο έχει καταστεί ο κύριος μηχανισμός χρηματοδότησης του διεθνούς εμπορίου.
Οι ρωσικές τράπεζες που θα χάσουν την πρόσβαση στο SWIFT θα δυσκολευτούν να επικοινωνήσουν με άλλες τράπεζες διεθνώς, ακόμη και σε φιλικές χώρες όπως η Κίνα, κάτι που θα επιβραδύνει το εμπόριο και θα καταστήσει τις συναλλαγές πιο δαπανηρές.
Ωστόσο, οι σύμμαχοι δεν έχουν ακόμα ανακοινώσει ποιες τράπεζες θα αποτελέσουν στόχο. Αυτό θα είναι ζωτικής σημασίας για τον αντίκτυπο του μέτρου, όπως τονίζουν ειδικοί. «Ο διάβολος θα είναι στις λεπτομέρειες», δήλωσε στο Reuters ο Έντουαρντ Φίσμαν, ειδικός σε οικονομικές κυρώσεις στη δεξαμενή σκέψης Eurasia Center of the Atlantic Council. «Ας δούμε ποιες τράπεζες θα επιλέξουν», πρόσθεσε.
Εάν ο κατάλογος κάλυπτε τις μεγαλύτερες ρωσικές τράπεζες, όπως η Sberbank, η VTB και η Gazprombank, αυτό θα είχε τεράστιο αντίκτυπο, τονίζει ο ίδιος. Η Sberbank και η VTB έχουν δηλώσει στο παρελθόν ότι είναι έτοιμες για οποιεσδήποτε εξελίξεις.
Ένα άλλο κρίσιμο θέμα είναι το πώς θα προσπαθήσουν οι ρωσικές τράπεζες που θα παραμείνουν στο SWIFT να παρακάμψουν τις κυρώσεις σε άλλες τράπεζες, διεκπεραιώνοντας δικές τους συναλλαγές. Θα είναι πολύ δύσκολο για τα αρμόδια στελέχη των τραπεζών να ξεκαθαρίζουν πότε μια ρωσική τράπεζα που δεν έχει αποκλεισθεί κάνει συναλλαγές για δικό της λογαριασμό και πότε μετατρέπεται σε «φωλιά» για να γίνονται συναλλαγές από αποκλεισμένες τράπεζες και να παρακάμπτονται οι κυρώσεις.
Σε κάθε περίπτωση, ο αποκλεισμός από το SWIFT είναι «ένα στιλέτο στην καρδιά των ρωσικών τραπεζών», όπως δηλώνει η Κιμ Μάντσεστερ, η εταιρεία της οποίας παρέχει εκπαιδευτικά προγράμματα χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε ιδρύματα. Η Μάντσεστερ επισημαίνει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν ήταν επιλεκτική στις κυρώσεις της, αφήνοντας περιθώρια περαιτέρω σύσφιξης μπλοκάροντας περισσότερες τράπεζες και επιβάλλοντας τελικά γενική απαγόρευση. «Είναι ένα ανατριχιαστικό μπαράζ», τονίζει.
Ο αντίκτυπος είναι πιθανό να είναι πολύ σοβαρός για τη ρωσική οικονομία και τις αγορές. Οι κυρώσεις ενδέχεται να πλήξουν σκληρά το ρούβλι όταν ανοίξουν οι αγορές τη Δευτέρα, δήλωσε ο Σεργκέι Αλεξασένκο, πρώην αντιπρόεδρος της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, ο οποίος ζει τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οδηγώντας στην εξαφάνιση πολλών εισαγωγών στη Ρωσία.
«Αυτό είναι το τέλος ενός σημαντικού τμήματος της οικονομίας», πρόσθεσε ο Αλεξασένκο. «Η μισή καταναλωτική αγορά πρόκειται να εξαφανιστεί. Αυτά τα αγαθά θα εξαφανιστούν εάν δεν μπορούν να γίνουν πληρωμές για αυτά».
Ωστόσο, ο αντίκτυπος ενδέχεται να αμβλυνθεί εάν οι τράπεζες που θα τεθούν εκτός SWIFT είναι μόνο αυτές στις οποίες έχουν ήδη επιβληθεί κυρώσεις και δοθεί χρόνος στην κεντρική τράπεζα της Ρωσίας να μεταφέρει περιουσιακά στοιχεία αλλού, όπως δήλωσε ένας πρώην ανώτερος Ρώσος τραπεζίτης, ο οποίος μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας.
«Εάν οι τράπεζες έχουν ήδη δεχθεί κυρώσεις, δεν έχει πραγματικά σημασία αν θα αποβληθούν από το SWIFT. Ωστόσο, εάν πρόκειται για τις 30 κορυφαίες ρωσικές τράπεζες, τότε αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα», ανέφερε.
Οι κυρώσεις που είχαν ανακοινωθεί προηγουμένως από τις ΗΠΑ εναντίον λίγων ρωσικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των Sberbank και VTB, είχαν άμεσο στόχο τη συντριπτική πλειονότητα των καθημερινών συναλλαγών συναλλάγματος αξίας περίπου 46 δισ. δολαρίων από ρωσικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι κυρώσεις αυτές στόχευαν σχεδόν το 80% του συνόλου των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων στη Ρωσία.