«Καμπανάκι» κινδύνου έχει σημάνει για τα οικονομικά επιτελεία όλων των κρατών – μελών της ευρωζώνης μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με τους κινδύνους να επιβραδυνθεί η ανάκαμψη αλλά και να ενισχυθεί περαιτέρω ο πληθωρισμός να είναι κάτι παραπάνω από ορατοί.
Η εκτίναξη της τιμής πετρελαίου στα 100 δολάρια και η ανάλογη πορεία, αν και σημειώθηκε σημαντική αποκλιμάκωση, της τιμής φυσικού αερίου, μοιάζουν ικανές να διαψεύσουν πλήρως τις εκτιμήσεις Κομισιόν και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι ο πληθωρισμός είναι ένα παροδικό φαινόμενο και θα αρχίσει να υποχωρεί.
Μάλιστα σε δημοσίευμα του Reuters, με το πρακτορείο να επικαλείται πολύ καλά πληροφορημένες πηγές, τονίζεται ότι ο Φίλιπ Λέιν, επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ ενημέρωσε τους Ευρωπαίους ηγέτες ότι η πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία μπορεί να αφαιρέσει από 0,3% έως 0,4% από το ΑΕΠ της ευρωζώνης φέτος.
Σημειώνεται ότι αυτή η υποχώρηση θα καταγραφεί στο «ήπιο σενάριο» της ΕΚΤ, δηλαδή εάν δεν υπάρξει μεγάλη διαταραχή στην τροφοδοσία της Ευρώπης με ενέργεια αλλά και αγροτικές πρώτες ύλες από Ρωσία και Ουκρανία. Στο «κακό» σενάριο της ΕΚΤ η επίπτωση μπορεί να αγγίξει ακόμη και το 1%, ενώ όλα δείχνουν ότι η ΕΚΤ βρίσκεται σε μία «πυρετώδη» διαδικασία προκειμένου να προλάβει να καλύψει όλες τις πιθανότητες πριν από την κρίση συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου, στην οποία, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, αναμένονταν αν ανακοινώσει μία πιο επιθετική πολιτική τόσο για τα επιτόκια όσο και για τη μείωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι Ευρωπαίοι ηγέτες αλλά και οργανισμοί όπως ΕΚΤ και Κομισιόν εξέφραζαν μεγάλη αισιοδοξία για την πορεία της ευρωζώνης, θεωρώντας ότι, παρά την άνοδο του πληθωρισμού, οι προοπτικές ήταν θετικές.
Τα δεδομένα, όμως, φαίνεται να αλλάζουν, ενώ η κορυφαία ευρωπαϊκή οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου, αυτή της Γερμανίας, βρέθηκε αντιμέτωπη με συρρίκνωση κατά 0,3% στο δ’ τρίμηνο του 2021, με τη Bundesbank να μη διστάζει –πριν από τη ρωσική εισβολή- να προβλέψει ότι η αρνητική πορεία μπορεί να συνεχιστεί και στο α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Η μεγάλη εξάρτηση της Γερμανίας από τις ρωσικές προμήθειες ενέργειας καθιστά την οικονομία της πιο ευάλωτη σε πιθανά προβλήματα και φυσικά νέα εκτίναξη των τιμών, ενώ μία ύφεση στη Γερμανία θα μπορούσε να συμπαρασύρει το σύνολο της ευρωζώνης.
Ένα ακόμη κρίσιμο ερωτηματικό τόσο για την ευρωπαϊκή όσο και για την παγκόσμια οικονομία έγκειται στην αντίδραση επιχειρήσεων και νοικοκυριών στο νέο αβέβαιο κλίμα που δημιουργείται. Εάν τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά επιστρέψουν σε συνήθειες που καταγράφηκαν στην πανδημία, με κυρίαρχη τη μείωση επενδύσεων και κατανάλωσης προκειμένου να αυξήσουν τα αποθεματικά τους, τότε το πλήγμα θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
Σύμφωνα, με τον Ian Shepherdson, επικεφαλής οικονομολόγο της Pantheon Macroeconomics, βραδύτερη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας είναι αναπόφευκτη. «Η καταναλωτική εμπιστοσύνη παντού θα εξασθενήσει περαιτέρω. Αυτό πρέπει να σημαίνει πιο αργή οικονομική ανάπτυξη από ό,τι θα αναμενόταν διαφορετικά στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τις περισσότερες αναδυόμενες αγορές», εκτίμησε.
Έντονη ανησυχία, κυρίως από την πιθανή διατήρηση των τιμών ενέργειας στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα ή μεγαλύτερη ενίσχυσή τους εκφράζει και ο Neil Shearing, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics. Όπως σημειώνει «σε περίπτωση που επαληθευθεί το πιο αρνητικό μας σενάριο αυτό θα σημάνει εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου μεταξύ 120 και 140 δολαρίων το βαρέλι. Εάν οι τιμές διατηρηθούν σε αυτά ή κοντά σε αυτά τα επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα και παράλληλα υπάρξει ανάλογη πορεία και των τιμών του φυσικού αερίου τότε θα προστεθούν περί των δύο ποσοστιαίων μονάδων στον πληθωρισμό, με την Ευρώπη να είναι πολύ πιο εκτεθειμένη από τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου αυτό θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος» και θα πλήξει σημαντικά την ανάκαμψη.
Citigroup: Έκρηξη ενεργειακού κόστους για την Ευρώπη
Δυσοίωνες είναι οι εκτιμήσεις της Citigroup για το ενεργειακό κόστος που θα κληθεί να πληρώσει η Ευρώπη λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Βασισμένη στις προθεσμιακές τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου, η αμερικανική τράπεζα εκτιμά ότι ο συνολικός ενεργειακός «λογαριασμός» που θα κληθεί να καταβάλει φέτος η Ευρώπης θα φθάσει στα 1,2 τρισ. δολάρια, δηλαδή θα ξεπεράσει το προηγούμενο ρεκόρ που καταγράφηκε το 2008.
Με την Ευρώπη να βασίζεται στις εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου για να καλύψει περισσότερες από τις μισές ενεργειακές της ανάγκες, η κρίση εφοδιασμού τους τελευταίους μήνες έχει οδηγήσει σε άνοδο των τιμών για τα πάντα, από τα τρόφιμα μέχρι τα καύσιμα. Αυτό ώθησε τις κυβερνήσεις σε όλη την περιοχή να παράσχουν δισεκατομμύρια για να μετριάσουν το πλήγμα για τους καταναλωτές. Ο ενεργειακός λογαριασμός της Ευρώπης ανήλθε σε περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι.