Περιορισμοί ακόμη και για είδη πρώτης ανάγκης, πληθωρισμός που τρέχει με διψήφιο ποσοστό, φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθωρισμού, κοινωνική αναταραχή και συνεχής βουτιά της λίρας έναντι του δολαρίου: Η εικόνα της τουρκικής οικονομίας, με δεδομένα όλα τα παραπάνω, συνεχώς φθίνει και εάν δεν υπάρξει ένας από μηχανής Θεός, όλα δείχνουν ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) μπορεί να γίνει εκ νέου... μόνιμος κάτοικος στην Άγκυρα.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο –που μοιάζει ως φυσική εξέλιξη για μια οικονομία πολύ κοντά σε κρίση ισοζυγίου πληρωμών– θα πλήξει ακόμη περισσότερο την ήδη ευρισκόμενη σε πτωτική πορεία δημοτικότητα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και μπορεί εκτός από οικονομική να οδηγήσει τη γειτονική χώρα σε πολιτική κρίση. Βέβαια ο ίδιος ο Ερντογάν και κορυφαία μέλη της κυβέρνησής του, εξακολουθούν να θεωρούν ότι για όλα φταίνε «οι κακοί ξένοι» που θέλουν να «υποδουλώσουν την Τουρκία στις απαιτήσεις των αγορών και της Δύσης».
Παράδειγμα αυτής της «σχολής σκέψης», οι δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Νουρεντίν Νεμπατί την Παρασκευή: «Από το 2013, κάθε φορά που προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε δική μας πολιτική χαμηλών επιτοκίων, αντιμετωπίσαμε ισχυρή αντίδραση. Αυτή τη φορά, είμαστε αποφασισμένοι να την υλοποιήσουμε. Οι επιθέσεις χειραγώγησης που εξαπολύονται στην τουρκική λίρα για την πολιτική χαμηλών επιτοκίων δεν θα βλάψουν σοβαρά την οικονομία. Αν και υπάρχουν αναταράξεις στην πραγματική οικονομία με την τελευταία επίθεση στη συναλλαγματική ισοτιμία, η οικονομία μας διατηρεί τη δύναμή της».
Το πιθανότερο είναι ότι ο κ. Νεμπατί ζει σε έναν δικό του κόσμο, όπως και ο Ερντογάν, καθώς οι αριθμοί δεν κάνουν λάθος και το τουρκικό νόμισμα έχει πτώση άνω του 34% έναντι του δολαρίου και άνω του 30% έναντι του ευρώ στο διάστημα Νοέμβριος 2020 – Νοέμβριος 2021. Από την αρχή του τρέχοντος έτους, η εικόνα είναι ακόμη πιο δυσμενής, με βουτιά 38,6% έναντι του δολαρίου και 33,4% έναντι του ευρώ.
Η απελπισμένη λύση των swaps
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Wells Fargo για την Τουρκία, το μόνο που θα μπορούσε να προσφέρει μια προσωρινή λύση για να αποφευχθεί μία συναλλαγματική κρίση είναι να «κλείσει» συμφωνίες swap δολαρίων με χώρες που θεωρεί ως «συμμάχους», όπως το Κατάρ, η Κίνα ή και η Ρωσία.
Στην έκθεσή του ο αμερικανικός χρηματοπιστωτικός όμιλος είναι κάτι παραπάνω από απαισιόδοξος για την πορεία του τουρκικού νομίσματος, καθώς θεωρεί δεδομένη μία νέα μείωση επιτοκίων στη συνεδρίαση της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας τον Δεκέμβριο. Έτσι, «βλέπει» την πτώση της λίρας να συνεχίζεται όχι μόνο εντός του 2022 αλλά και το 2023, προβλέποντας ότι το τουρκικό νόμισμα θα φθάσει στις 13 λίρες ανά δολάριο έως το β’ τρίμηνο του 2022 και θα βυθιστεί περαιτέρω έως και τις 14,50 λίρες ανά δολάριο στο α’ τρίμηνο του 2023. Δηλαδή, αναμένεται περαιτέρω υποτίμηση της λίρας κατά 15% έως τις αρχές του 2023, με την τράπεζα να προσθέτει ότι αυτές οι εκτιμήσεις μπορεί στο τέλος να αποδειχθούν ακόμη και… αισιόδοξες.
Εκτιμά, ακόμη, ότι το ενδεχόμενο επιβολής capital controls, παρότι θα βοηθούσε στη σταθεροποίηση του νομίσματος, είναι, την τρέχουσα περίοδο, αρκετά μακρινό, ενώ αναμένει ότι η κυβέρνηση Ερντογάν θα επιβάλει στις τουρκικές τράπεζες να αρχίσουν πωλήσεις δολαρίων και αγορές λιρών. Το μεγάλο ερωτηματικό είναι, όμως, εάν οι τουρκικές τράπεζες διαθέτουν αρκετό απόθεμα δολαρίων, κάτι που όπως φαίνεται δεν ισχύει, ενώ τα συναλλαγματικά αποθέματα έχουν «καεί» από την Κεντρική Τράπεζα.
Τι μπορεί να σώσει την Τουρκία; Κατά τη Wells Fargo να απευθυνθεί σε συμμάχους της όπως το Κατάρ, η Κίνα, το Αζερμπαϊτζάν ή η Ρωσία και να κλείσει συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος. Αυτές οι συμφωνίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία πηγή άντλησης «σκληρού» νομίσματος για την Τουρκία, αλλά όλα δείχνουν ότι είναι αρκετά δύσκολο οι συγκεκριμένες χώρες να αποτελέσουν τον «λευκό ιππότη» που θα σώσει τον Ερντογάν, ενώ τίθεται υπό αμφισβήτηση και το κατά πόσο ακόμη και εάν το αποφασίσουν, οι εν λόγω συμφωνίες θα είναι αρκετές για να σώσουν το νόμισμα από την παράλογη νομισματική και οικονομική πολιτική.
Τον υψηλό βαθμό δυσκολίας που έχουν για την Τουρκία οι διαπραγματεύσεις για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων έδειξαν, άλλωστε, οι τελευταίες συνομιλίες που είχε στην Τουρκία ο Ερντογάν με τον ηγέτη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πρίγκιπα-διάδοχο σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ αλ Ναχιάν. Οι δύο χώρες έχουν τα τελευταία χρόνια εχθρικές σχέσεις και έκαναν τώρα βήματα προσέγγισης, με τον ηγέτη των Εμιράτων να υπόσχεται στον Τούρκο πρόεδρο επενδύσεις έως 10 δισ. δολ. Όμως, δεν πρόκειται για swaps που θα βοηθούσαν άμεσα την αναπλήρωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, αλλά για επενδύσεις σε «φιλέτα» της τουρκικής οικονομίας, τα οποία τα ΗΑΕ θα επιδιώξουν να αποσπάσουν σε τιμές ευκαιρίας, δεδομένων των συνθηκών. Αυτός είναι και ο λόγος που το εντυπωσιακό ποσό των 10 δισ. δολ. δεν συγκίνησε την αγορά συναλλάγματος και η λίρα συνέχισε να υποχωρεί.
«Καμπανάκι» από τον στρατό και την αντιπολίτευση
Σε μία χώρα που ο στρατός αποτελούσε πάντα ισχυρό και ενίοτε κυρίαρχο μέλος της πολιτικής ζωής, η ενασχόληση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (NSC), με την οικονομική κρίση δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία και από πολλούς ερμηνεύεται ως μια παρέμβαση για να μην χαθεί εντελώς ο έλεγχος της οικονομίας με την πολιτική του Ερντογάν.
Το NSC συνεδρίασε την Πέμπτη για οικονομικά και όχι για στρατιωτικά θέματα. Σε ανακοίνωσή του, υποστηρίζει ότι έχουν αυξηθεί οι κίνδυνοι στην προσπάθεια της Τουρκίας να εφαρμόσει μία «ανεξάρτητη» οικονομική πολιτική, γεγονός που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις, με νυν και πρώην βουλευτές να τονίζουν ότι «ο στρατός δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην οικονομική πολιτική», κάτι το οποίο, άλλωστε υποστηρίζει και το κυβερνών ΑΚΡ και ο Ταγίπ Ερντογάν.
Ο στρατός δεν είναι το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, πλέον, ο Ερντογάν, καθώς στη γειτονική χώρα ξεκίνησαν, ήδη, διαδηλώσεις, με αποτέλεσμα σωρεία συλλήψεων. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης καλούν την κυβέρνηση να παραιτηθεί και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Όμως ο Τούρκος πρόεδρος παραμένει απόλυτα άκαμπτος, όπως παραδέχονται μιλώντας, ανώνυμα, στο Reuters κορυφαία στελέχη του ΑΚΡ, τα οποία τονίζουν ότι έχουν γίνει προσπάθειες να μεταπειστεί ο Ερντογάν αλλά ήταν απόλυτα αποτυχημένες.
«Η γενική άποψη στην προεδρία είναι ότι εάν αυτή η πολιτική συνεχιστεί για μερικούς ακόμη μήνες, η διαδικασία θα αντιστραφεί και η λίρα θα ενισχυθεί. Ως εκ τούτου, οι απόψεις ορισμένων αξιωματούχων ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί δεν έχουν καν ληφθεί υπόψη», σημειώνει κορυφαίο στέλεχος του ΑΚΡ.
Ακόμη πιο απαισιόδοξος για την πορεία της τουρκικής οικονομίας εμφανίζεται, πλέον, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, πρώην πρωθυπουργός της χώρας ο οποίος συνεργάστηκε με τον Ερντογάν. Ο Νταβούτογλου εκτιμά ότι μπορεί η κρίση να έχει επιθετική εξέλιξη και κάποια στιγμή η Τουρκία να μην μπορεί ούτε καν να δανειστεί από τις αγορές για να καλύψει βασικές της ανάγκες.
Ο Νταβούτογλου υποστηρίζει από την έναρξη της κρίσης έως σήμερα έχει προστεθεί στο τουρκικό χρέος το ποσό των τριών τρισ. λιρών (236 δισ. δολάρια) και εάν αυτό συνεχιστεί, «τότε θα έχουμε μία νέα κρίση πληρωμών αντίστοιχη με αυτή της δεκαετίας του ‘70».