Ολοκληρώθηκε η πολυαναμενόμενη ψηφιακή σύνοδος κορυφής του αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν και του κινέζου ομολόγου του Σι Τζινπίνγκ, στην οποία οι ηγέτες των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου συμφώνησαν μεν πως πρέπει να αποτραπεί ο κίνδυνος ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους να εκτραχυνθεί σε «σύγκρουση», όμως κατά τα άλλα επέμειναν σε πάγιες θέσεις τους.
Δεν περιμέναμε καμία αιφνίδια πρόοδο και δεν υπήρξε καμία, συνόψισε αμερικανός αξιωματούχος μιλώντας στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters μετά τη σύνοδο. Επρόκειτο για την τρίτη συνομιλία των κ.κ. Μπάιντεν και Σι αφότου ο Δημοκρατικός ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ τον Ιανουάριο. Οι δύο προηγούμενες είχαν γίνει τηλεφωνικά.
Ο κινέζος πρόεδρος χαιρέτισε στην αρχή της συζήτησης χρησιμοποιώντας μια έκφραση στα κινεζικά που αποδίδεται «παλιέ μου φίλε» τον αμερικανό ομόλογό του, παρότι ο Τζο Μπάιντεν δήλωνε δημόσια τον Ιούνιο πως οι δυο τους δεν είναι επ’ ουδενί «φίλοι». Η δήλωση αυτή έγινε όταν δημοσιογράφος ρώτησε τον κ. Μπάιντεν εάν θα ήταν διατεθειμένος να τηλεφωνήσει στον κ. Σι, σαν «παλιός φίλος προς παλιό φίλο», για να ζητήσει να δοθεί πλήρης πρόσβαση στους ειδικούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που ερευνούσαν την προέλευση του νέου κορονοϊού.
«Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Γνωριζόμαστε καλά· αλλά δεν είμαστε παλιοί φίλοι. Πρόκειται απλά και μόνο για business», για τη διαχείριση κρατικών υποθέσεων, είχε αποκριθεί ο σημερινός αμερικανός πρόεδρος.
Μολαταύτα ο κινέζος πρόεδρος επέλεξε να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη έκφραση στην αρχή της συζήτησης με τον αμερικανό ομόλογό του, σε μια προσπάθεια να δείξει αληθινή καλή θέληση, όπως το είδε ο Ουάνγκ Χουιγιάο, πρόεδρος του ινστιτούτου μελετών Κέντρο για την Κίνα και την Παγκοσμιοποίηση.
«Η Κίνα και οι ΗΠΑ πρέπει να σέβονται η μια την άλλη», είπε ο Σι Τζινπίνγκ. Κάλεσε να αποκατασταθεί καλύτερη «επικοινωνία», να βαθύνει η διμερής «συνεργασία», να επιδιωχθεί «ειρηνική συνύπαρξη». Οι δύο κυβερνήσεις πρέπει να «αναλάβουν τις ευθύνες τους» έναντι του υπόλοιπου κόσμου, εγγυώμενες πως η διμερής σχέση δεν θα οδηγηθεί σε τροχιά σύγκρουσης, είπε. Η Γη είναι αρκετά μεγάλη για να αναπτυχθούν και οι δύο χώρες και η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο δεν πρέπει να παίζουν παιγνίδια μηδενικού αθροίσματος, πρόσθεσε.
Αλλά και ο Τζο Μπάιντεν επέμεινε στο ότι «ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο χώρες δεν πρέπει να μετατραπεί σε σύγκρουση, είτε ηθελημένα ή αθέλητα».
Η σύνοδος διεξήχθη με φόντο την συνεχιζόμενη κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ της Ουάσινγκτον και του Πεκίνου για σειρά ζητημάτων, από την Ταϊβάν ως τα ανθρώπινα δικαιώματα και από τον συνεχιζόμενο διμερή εμπορικό πόλεμο ως τις κινεζικές εδαφικές διεκδικήσεις, το Χονγκ Κονγκ, τη Σιντζιάνγκ, το Θιβέτ κ.λπ.. Ο τόνος μπορεί να έχει αλλάξει σε σύγκριση με την περίοδο του Ντόναλντ Τραμπ – η διμερής σχέση όμως παραμένει πιο τεταμένη παρά ποτέ από το 1979, όταν τα δύο κράτη σύναψαν επίσημα διπλωματικές σχέσεις.
Καθεμιά από τις δύο χώρες θεωρεί την άλλη τη βασική ανταγωνίστριά της σε διεθνές επίπεδο. Η Ουάσινγκτον αντιμετωπίζει με βαθιά καχυποψία την άνοδο της ισχύος του Πεκίνου και τις διεκδικήσεις του. Από την άλλη, η κινεζική ηγεσία διαμαρτύρεται ολοένα εντονότερα για τον αμερικανικό προστατευτισμό.
Στη σύνοδο συμμετείχαν από την κινεζική πλευρά ο υπουργός Εξωτερικών Ουάνγκ Γι και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Λίου Χε, αρμόδιος για τις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Στην άλλη πλευρά, στη συζήτηση συμμετείχαν ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν.
Τόσο η Ουάσινγκτον, όσο και το Πεκίνο υποβάθμιζαν εκ των προτέρων κάθε προσδοκία για απτές προόδους στη σύνοδο αυτή. Δεν αναμένονταν «συγκεκριμένα αποτελέσματα», προειδοποιούσε ο Λευκός Οίκος. Ο Τζάο Λιτζιάν, εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ, είπε από την πλευρά του πως αναμενόταν οι δύο ηγέτες να έχουν «ειλικρινή, εις βάθος και πλήρη ανταλλαγή απόψεων» για τις διμερείς σχέσεις, που βρίσκονται σε «κρίσιμο σταυροδρόμι».
Ο κ. Μπάιντεν υπογράμμισε στον κ. Σι, σύμφωνα με την ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα ο Λευκός Οίκος, ότι οι ΗΠΑ «θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται τα συμφέροντα και τις αξίες τους και, μαζί με τους συμμάχους και τους εταίρους τους, να διασφαλίζουν ότι οι κανόνες (...) θα οδηγήσουν σε ένα διεθνές σύστημα ελεύθερο, ανοικτό και δίκαιο». Εξέφρασε τις «ανησυχίες του για τις (κινεζικές) πρακτικές στη Σιντζιάνγκ, στο Θιβέτ, στο Χονγκ Κονγκ, και ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα ευρύτερα».
Είπε ακόμη πως παρότι η Ουάσινγκτον θα συνεχίσει να τηρεί την πολιτική της «ενιαίας Κίνας», εναντιώνεται «σθεναρά» σε κάθε «μονομερή» απόπειρα «να αλλάξει το status quo ή να καταφερθεί πλήγμα στην ειρήνη και στη σταθερότητα στο στενό της Ταϊβάν».
Για το ίδιο ζήτημα, ο κ. Σι τόνισε στον κ. Μπάιντεν πως το Πεκίνο θα αναγκαστεί να λάβει «αποφασιστικά μέτρα» εάν δυνάμεις που τάσσονται «υπέρ της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν» ξεπεράσουν αυτή που η κινεζική κυβέρνηση θεωρεί «κόκκινη γραμμή», ανέφεραν κινεζικά κρατικά ΜΜΕ.