Με τα συναλλαγματικά αποθέματα δεσμευμένα στις ΗΠΑ και το ΔΝΤ να αναστέλλει την προγραμματισμένη εκταμίευση δανείου, η οικονομία του Αφγανιστάν μετατρέπεται σε ένα ναρκοπέδιο για τους Ταλιμπάν που πλέον κατέκτησαν την εξουσία.
Βέβαια αν και οι ίδιοι έχουν μάθει να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους και με παράνομα μέσα, μέσω λαθρεμπορίου πετρελαίου και οπίου, πλέον καλούνται να διαχειριστούν και μία οικονομία αξίας 22 δισ. δολαρίων, η οποία την τελευταία δεκαετία στηρίζονταν αποκλειστικά σε ξένη χρηματοδότηση για την επιβίωσή της.
Η πορεία του ΑΕΠ του Αφγανιστάν 2010 - 2020
Βάσει της τελευταίας έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία δημοσιοποιήθηκε τον Απρίλιο, η οικονομία του Αφγανιστάν είναι εύθραυστη και απόλυτα εξαρτώμενη από τη διεθνή βοήθεια. Ο ιδιωτικός τομέας είναι σχεδόν ανύπαρκτος, με το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών (περίπου 44%) να δραστηριοποιείται στον, χαμηλής παραγωγικότητας, αγροτικό τομέα.
Η όποια προσπάθεια ανάπτυξης ιδιωτικής πρωτοβουλίας και πριν από την επέλαση των Ταλιμπάν «πνίγεται» από ένα καθεστώς στο οποίο κυριαρχεί η διαφθορά, η πολιτική αβεβαιότητα, η απουσία ελεγκτικών δομών και ένα απόλυτα ακατάλληλο επιχειρηματικό περιβάλλον. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έρευνα «Doing Business» της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2020 το Αφγανιστάν κατατάσσονταν 173ο μεταξύ 190 χωρών.
Ο διεθνής οργανισμός τονίζει ότι από το 2003 έως και το 2012 η οικονομία της χώρας αναπτύχθηκε με εντυπωσιακό μέσο ρυθμό 9,4%, επιτυχία, όμως, που οφείλεται αποκλειστικά στην παροχή διεθνούς βοήθειας. Μόλις αυτή άρχισε να μειώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης υποχώρησε στο 2,5% (για το διάστημα 2015 – 2020). Το 2009 η διεθνής βοήθεια αντιστοιχούσε στο 100% του ΑΕΠ, ενώ υποχώρησε στο 42,9% του ΑΕΠ το 2020, με ταυτόχρονη μείωση και της παρουσίας ξένων στρατευμάτων στη χώρα.
Δεσμευμένα συναλλαγματικά αποθέματα και αποχώρηση του ΔΝΤ
Λίγο πριν εγκαταλείψει την Καμπούλ ο κεντρικός τραπεζίτης του Αφγανιστάν, Αζμάλ Αχμαντί, με ανάρτησή του στο Twitter ανέφερε ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας φθάνουν στα εννέα δισ. δολάρια, αλλά είναι απρόσιτα για τους Ταλιμπάν. Αιτία το γεγονός ότι σημαντικό μέρος τους βρίσκεται σε αμερικανικές, ελβετικές και τουρκικές τράπεζες, ενώ έχουν επενδυθεί σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα και σε χρυσό.
Κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης Μπάιντεν φρόντισε, νωρίς, να ξεκαθαρίσει ότι «όσα κεφάλαια της Κεντρικής Τράπεζας του Αφγανιστάν (Da Afghanistan Bank – DAB) βρίσκονται σε αμερικανικό έδαφος δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να δοθούν στους Ταλιμπάν». Σύμφωνα, δε, με την επίσημη ιστοσελίδα της DAB στο Αφγανιστάν, είτε στα ταμεία της ίδιας της τράπεζας είτε ασφαλισμένα στο προεδρικό μέγαρο, βρίσκονταν περί τα 362 εκατ. δολ. αλλά και μία μικρή ποσότητα ασημένιων νομισμάτων και χρυσών κοσμημάτων, που αποτελούν εθνική κληρονομία, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό της Unesco.
Από την πλευρά του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ανακοίνωσε στα μέσα της εβδομάδας ότι αναστέλλει τις χορηγήσεις στο Αφγανιστάν εξαιτίας της αβεβαιότητας για τη διακυβέρνηση της χώρας μετά την κατάληψή της από τους Ταλιμπάν. «Όπως πάντα, το ΔΝΤ καθοδηγείται από τις απόψεις της διεθνούς κοινότητας», εξήγησε εκπρόσωπος του Ταμείου και προσέθεσε ότι «αυτή τη στιγμή υπάρχει έλλειψη σαφήνειας στη διεθνή κοινότητα ως προς την αναγνώριση της κυβέρνησης του Αφγανιστάν, κατά συνέπεια η χώρα δεν θα μπορεί να έχει πρόσβαση στα SDRs (σ.σ. Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, το «νόμισμα» του Ταμείου) ή άλλους πόρους του ΔΝΤ». Το Ταμείο είχε προγραμματίσει να εκταμιεύσει την τελευταία δόση δανείου, το οποίο είχε συμφωνηθεί τον Νοέμβριο του 2020, ύψους 105,6 εκατ. δολαρίων, μετά τη χορήγηση 149,4 εκατ. τον Ιούνιο.
Τα «κρυφά ταμεία» των Ταλιμπάν
Η οικονομική διαχείριση δεν είναι άγνωστη στους Ταλιμπάν. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών είχαν φροντίσει να δημιουργήσουν «μηχανές» παραγωγής κεφαλαίων, ώστε να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις.
Πέραν του εμπορίου οπίου και ηρωίνης, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της χρηματοδότησης προήλθε, σύμφωνα με τους Financial Times, από μία σειρά άλλων δραστηριοτήτων μεταξύ των οποίων και η φορολόγηση αγαθών όπως καύσιμα και τσιγάρα στις περιοχές όπου είχαν τον έλεγχο. «Οι βασικές πηγές χρηματοδότησης των Ταλιμπάν είναι η φορολόγηση νόμιμων αγαθών», όπως σημειώνει ο Ντέιβιντ Μάνσφιλν, ειδικός για το Αφγανιστάν στο βρετανικό think – tank, Overseas Development Institute (ODI).
Οι φόροι που συλλέγουν οι Ταλιμπάν
Αλλά οι Ταλιμπάν πρέπει να κινηθούν γρήγορα για να αποτρέψουν μια σοβαρή οικονομική κρίση καθώς χρειάζονται κεφάλαια για τη χρηματοδότηση του κράτους και την καταβολή των μισθών στους δημοσίους υπαλλήλους. Άλλωστε ένα σημαντικό μέρος των Αφγανών άρχισε να τους υποστηρίζει επειδή η διαφθορά του προηγούμενου καθεστώτος ήταν εκτεταμένη. Ωστόσο, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι η ζωή θα συνεχιστεί κανονικά, οι Αφγανοί έσπευσαν να αποσύρουν τις αποταμιεύσεις τους από τις τράπεζες, ιδιαίτερα όσοι είχαν τη δυνατότητα να φύγουν από τη χώρα.
Το είδος της διακυβέρνησης που μπορεί να επιδιώξουν φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν το συνοριακό πέρασμα Mile 78 στη νοτιοδυτική επαρχεία Φαράχ, στα σύνορα με το Ιράν. Όταν ο εν λόγω δρόμος διοικούνταν από την αναγνωρισμένη κυβέρνηση είχε 25 σημεία ελέγχου στα οποία υπήρχε χρέωση διοδίων. Μόλις καταλήφθηκε από τους Ταλιμπάν αυτοί διατήρησαν μόνο ένα σημείο ελέγχου, σε μία προσπάθεια να πείσουν ότι είναι «καλύτεροι διαχειριστές» αλλά και να κερδίσουν τη συμπάθεια των πολιτών.
Παράλληλα έχουν διευρύνει τη φορολογική βάση για τον «αιώνιο φόρο» (oshr), ο οποίος αντιστοιχεί στο 1/10 της αξίας της ετήσιας αγροτικής παραγωγής και του φόρου zakat, ο οποίος είναι θρησκευτικός φόρος και φθάνει στο 2,5% του εισοδήματος, αν και σε περιπτώσεις που κάποια οικογένεια είναι πολύ φτωχή, τότε το ποσοστό μειώνεται.
Όπιο, μία τεράστια «βιομηχανία»
Στην επαρχία Νίμροζ, οι εισφορές σε εμπορεύματα όπως οχήματα και τσιγάρα αποτελούσαν το 80% των εσόδων των Ταλιμπάν, δείχνει έρευνα του ODI. Οι παράνομες εξορύξεις και οι φόροι στα εισαγόμενα καύσιμα αποτελούν περαιτέρω πηγές κεφαλαίων. Τα κέρδη των Ταλιμπάν από καύσιμα που εισήχθησαν από το Ιράν έφτασαν τα 30 εκατ. δολάρια πέρυσι, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Alcis. Τα έσοδα από την παραγωγή μεθαμφεταμίνης, ενός ισχυρού ναρκωτικού, αυξήθηκαν επίσης τα τελευταία χρόνια - και σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις τώρα ανταγωνίζονται την παραγωγή οπιούχων στη χώρα.
Το Αφγανιστάν παραμένει ο μεγαλύτερος παραγωγός οπίου στον κόσμο, παρά το γεγονός ότι περίπου εννέα δισ. δολάρια δαπανήθηκαν σε επιχειρήσεις για καταστροφή των καλλιεργειών από την εισβολή των ΗΠΑ στη χώρα το 2001 έως και σήμερα. Η αύξηση στην καλλιέργεια παπαρούνας έφθασε στο 37% το 2020 σε ετήσια βάση, ενώ οι Ταλιμπάν φορολογούν τη συγκομιδή ναρκωτικών, αν και οι αναλυτές αμφισβητούν το βαθμό συμμετοχής τους στο εμπόριο. Μιλώντας αυτήν την εβδομάδα σε συνέντευξη Τύπου, ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν Ζαμπιουλάχ Μουτζαχίντ επέμεινε ότι «το κίνημα ήθελε να αποφύγει τα ναρκωτικά και να «αναβιώσει την οικονομία. Το Αφγανιστάν θα είναι στο εξής μια χώρα χωρίς ναρκωτικά, αλλά χρειάζεται διεθνή βοήθεια. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να μας βοηθήσει ώστε να έχουμε εναλλακτικές καλλιέργειες».