Δύο υψηλόβαθμοι γερουσιαστές προγραμμάτισαν χθες την προώθηση νομοθεσίας που θα μπορεί να καταπολεμήσει τις κακόβουλες κυβερνοεπιθέσεις σε αμερικανικές υποδομές, που έχουν ως στόχο την καταβολή λύτρων.
Στο επίκεντρο της κατάρτισης του νομοσχεδίου βρίσκεται η επιβολή κυρώσεων κατά χωρών, που υποθάλπουν κυβερνοεγκληματίες, όπως επίσης και η ενίσχυση της ηλεκτρονικής προστασίας κατά επιθέσεων αυτού του τύπου.
Ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο, που είναι ο Ρεπουμπλικάνος αντιπρόεδρος της Επιτροπής για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Γερουσίας και η Δημοκρατική γερουσιαστής Νταϊάν Φάινσταϊν, υψηλόβαθμο μέλος στις επιτροπές για τις υπηρεσίες πληροφοριών και δικαιοσύνης, προγραμμάτισαν για χθες την εισαγωγή του νομοσχεδίου «Sanction and Stop Ransomware Act».
Σύμφωνα με ένα αντίγραφο του νομοσχεδίου, το οποίο διάβασε το Reuters, το κείμενό του απαιτεί την θέσπιση προδιαγραφών κυβερνοασφάλειας για υποδομές αποφασιστικής σημασίας στις ΗΠΑ, την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου για τα κρυπτονομίσματα – στα οποία, γίνεται συχνά η κατάθεση των λύτρων- αλλά και οδηγίες προς το υπουργείο των Εξωτερικών και την κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών να χαρακτηρίσει ως «κρατικό σπόνσορα κακόβουλου λογισμικού» οποιαδήποτε χώρα παρέχει υποστήριξη σε κακόβουλα σχέδια ηλεκτρονικών επιθέσεων, που έχουν ως στόχο την καταβολή λύτρων.
Την απειλή των κυβερνοεπιθέσεων κατά υποδομών στις ΗΠΑ βίωσαν οι Αμερικάνοι αυτοκινητιστές από την κακόβουλη κυβερνοεπίθεση που έγινε σε βάρος της Colonial Pipeline Co., τον Μάιο, προκαλώντας μεγάλη έλλειψη καυσίμων σε σημαντικούς σταθμούς ανεφοδιασμού.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης κατόρθωσε αργότερα, να βοηθήσει την εταιρία στην ανάκτηση μέρους των 2,3 εκατομμυρίων δολαρίων σε λύτρα κρυπτονομίσματος που κατέβαλε, πληρώνοντας τους χάκερς.
Περίπου 350 εκατομμύρια δολάρια πληρώθηκαν ως λύτρα στους κυβερνοεγκληματίες το 2020, καταγράφοντας αύξηση μεγαλύτερη του 300% από την προηγούμενη χρονιά, σύμφωνα με το ίδιο υπουργείο.
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προειδοποίησε τον προηγούμενο μήνα ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να βρεθούν σε «έναν πραγματικό πόλεμο» με μία μεγάλη υπερδύναμη, ως συνέπεια μιας σημαντικής κυβερνοεπίθεσης κατά αμερικανικών κρίσιμων υποδομών, υπογραμμίζοντας ότι η Ουάσινγκτον θεωρεί κλιμακούμενη την απειλή που προέρχεται από χάκερς στη Ρωσία, στην Κίνα, στο Ιράν και στη Βόρεια Κορέα.