Με το τουρκικό νόμισμα να βρίσκεται μία ανάσα από τις οκτώ λίρες ανά δολάριο και να έχει υποχωρήσει σχεδόν 28% από τις αρχές του 2020, τα συναλλαγματικά αποθέματα αλλά και τα αποθέματα χρυσού να βουλιάζουν, η τουρκική κυβέρνηση αναζητά απεγνωσμένα τρόπους να στηρίξει τη δοκιμαζόμενη οικονομία και να αποφύγει την, οδυνηρή και πολιτικά, προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Μετά την απόφαση για «μάζεμα» του χρυσού των πολιτών, καθώς η αξία του πολυτίμου μετάλλου που βρίσκεται εκτός συστήματος, βάσει στοιχείων του Bloomberg, αντιστοιχεί στο 40% του τουρκικού ΑΕΠ, το υπ. Οικονομικών επανάφερε νόμο βάσει του οποίου επιχειρήσεις αλλά και ιδιώτες μπορούν να επαναπατρίσουν κεφάλαια χωρίς να φορολογηθούν.
Πρόκειται για μία ακόμη απελπισμένη κίνηση εκ μέρους του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς η κεντρική τράπεζα ανακοίνωσε πρόσφατα ότι τα συνολικά συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας υποχώρησαν τον Αύγουστο κατά 7,2% στα 88,3 δισ. δολάρια, με τα αποθέματα ξένων νομισμάτων να βουλιάζουν στα 38,8 δισ. δολάρια (πτώση 14,1% σε μηνιαία βάση) ενώ αυτά του χρυσού υποχώρησαν 0,3% στα 43,4 δισ. δολάρια για τον ίδιο μήνα. Αιτία αυτής της όλο και πιο αρνητικής πορείας φυσικά η εντολή Ερντογάν προς την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας να «καίει» συναλλαγματικά αποθέματα για να αγοράσει λίρες, σε μία –αποτυχημένη εκ του αποτελέσματος- προσπάθεια να στηρίξει το νόμισμα.
Η πορεία της τουρκικής λίρας από την αρχή του 2020
Και ενώ όλα τα παραπάνω δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή τη σταθεροποίηση της λίρας, καθώς η πτώση επιταχύνθηκε από την Πέμπτη, όταν η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας αιφνιδίασε δυσάρεστα τους επενδυτές με την απόφαση να μην αυξήσει τα επιτόκια, το οικονομικό επιτελείο στρέφεται εκ νέου στο «φιλότιμο» των Τούρκων προκειμένου να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί.
Βάσει του νέου νόμου, ο οποίος θα είναι «προσωρινού χαρακτήρα», οι Τούρκοι μπορούν να επαναπατρίσουν όλες τις «κινητές» αξίες που διαθέτουν στο εξωτερικό (μετρητά, χρυσό, ξένα νομίσματα) χωρίς να γίνει κάποιος έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές ακόμη και εάν υπάρχουν υποψίες ότι αυτά τα κεφάλαια είναι προϊόντα εγκληματικών ενεργειών, να φορολογηθούν ή να τους επιβληθεί κάποιο πρόστιμο.
Στην ουσία πρόκειται για επαναφορά ανάλογου νόμου που είχε ισχύσει και το 2008 εν τω μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ενώ είναι η έβδομη φορά κατά τη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας που οι τουρκικές αρχές προχωρούν σε μία τέτοια κίνηση, σε μία ένδειξη ότι τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας έχουν αρκετά βαθιές ρίζες και δεν είναι ούτε προσωρινά, ούτε αποτέλεσμα μόνο του πλήγματος από την πανδημία του κορονοϊού.
Το τουρκικό υπ. Οικονομικών εκτιμά ότι η συνολική αξία των κινητών περιουσιακών στοιχείων που διαθέτουν πολίτες και επιχειρήσεις στο εξωτερικό φθάνει κοντά στα 260 δισ. δολάρια, ποσό το οποίο μπορεί πραγματικά να δώσει ανάσα στην οικονομία της χώρας. Όμως οι ελπίδες ότι ένα τόσο μεγάλο ποσό θα επιστρέψει στην Τουρκία είναι μάλλον μηδαμινές, τουλάχιστον εάν στηριχθεί κάποιος στα στοιχεία των προηγούμενων προσπαθειών που έγιναν. Το 2008 επέστρεψαν στην Τουρκία κεφάλαια αξίας μόλις 14 δισ. τουρκικών λιρών, ενώ το 2013 το αντίστοιχο ποσό έφθασε στα 10,5 δισ. λίρες, δηλαδή ψήγματα σε σύγκριση με την αξία των κεφαλαίων που βρίσκονταν εκτός Τουρκίας.
Η νέα προσπάθεια αρχίζει σε μία περίοδο που τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο η Άγκυρα «γράφει» μόνο ζημίες. Η οικονομία συρρικνώνεται, το κόστος δανεισμού για το κράτος έχει εκτιναχθεί, ενώ οι εντάσεις τόσο στο εξωτερικό όσο και το εσωτερικό της χώρας συνεχώς αυξάνουν. Ταυτόχρονα η αυταρχικότητα του Ερντογάν και οι συχνές αλλαγές νόμων καθιστούν την Τουρκία μία χώρα που οι ξένοι επενδυτές φροντίζουν να αποφεύγουν, ενώ οι εκροές κεφαλαίων είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Όπως τονίζουν ορισμένοι αναλυτές στόχος της τουρκικής κυβέρνησης με τη νέα ρύθμιση είναι να επιστρέψει στη χώρα το 1% των κεφαλαίων που βρίσκεται στο εξωτερικό. Ακόμη και αυτό, όμως, φαίνεται δύσκολο, αφού η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της Τουρκίας έχει πέσει στο ναδίρ, όπως και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς της χώρας, κάτι που αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στον επαναπατρισμό κεφαλαίων.