Με λιγότερο από τρεις εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ είναι απόλυτα φυσικό οι αναλυτές να εξετάζουν τις συνέπειές τους για την Ευρώπη κυρίως σε οικονομικό αλλά και χρηματιστηριακό επίπεδο.
Ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου, είτε είναι ο νυν πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, είτε –όπως τουλάχιστον δείχνουν οι μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεις- ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, καλείται να χειριστεί την ισχυρότερη οικονομία της υφηλίου, τις σχέσεις της με τις υπόλοιπες χώρες, με τις αποφάσεις του να είναι ικανές να «ταράξουν» ή να «καθησυχάσουν» αγορές και επιχειρήσεις.
Σαφώς και η Ελλάδα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, όπως απέδειξε και η πρόσφατη εξαγγελία του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος μπορεί ως βασικό του στόχο να έχει τις ψήφους των Ελληνο-Αμερικανών, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζεται περισσότερο πρόθυμος να καταστεί αυστηρός έναντι της Τουρκίας, σε σύγκριση με τον Ντόναλντ Τραμπ. Βέβαια οι υποσχέσεις του ως προς αυτό το ζήτημα μένουν να αποδειχθούν, εάν φυσικά εκλεγεί στις 3 Νοεμβρίου.
Ο γρίφος των αποτελεσμάτων
Το γεγονός ότι οι εκλογές πραγματοποιούνται εν τω μέσω της πανδημίας του κορονοϊού αλλάζει αρκετά τα δεδομένα, με αρκετούς Αμερικανούς να επιλέγουν την επιστολική ψήφο. Όμως αυτή έχει δεχθεί πλήθος επιθέσεων από τον Ντόναλντ Τραμπ και σε περίπτωση που αποδειχθεί καθοριστική για το τελικό αποτέλεσμα κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο προσφυγών στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Όπως υποστηρίζει ο Στιν Γιάκοβσεν, οικονομολόγος της Saxo Bank, οι αγορές έχουν υποτιμήσει το ενδεχόμενο αμφισβήτησης του αποτελέσματος των αμερικανικών εκλογών. «Φοβόμαστε ότι οι εκλογές των ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός κίνδυνος που έχουμε δει εδώ και αρκετές δεκαετίες»,εκτίμησε ο αναλυτής. Σημειώνει, μάλιστα, ότι υπάρχουν τρεις πιθανότητες από την ημέρα των εκλογών έως την 20η Ιανουαρίου 2021, δηλαδή την ημερομηνία που θα αναλάβει τα ηνία των ΗΠΑ ο νέος πρόεδρος. Υπάρχει ένα 25% να υπάρξει καθαρή εκλογή του Τζο Μπαιντεν, ένα 25% εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ και ένα 50% αμφισβητούμενου αποτελέσματος. Ο Γιάκομπσεν εκτιμά ότι οι αγορές κυρίως της Ευρώπης δεν έχουν αποτιμήσει με ορθό τρόπο το ενδεχόμενο αμφισβητούμενου αποτελέσματος στις αμερικανικές εκλογές, γεγονός που θα μπορούσε να αυξήσει και μάλιστα δραματικά την έντονη μεταβλητότητα για τους μεγάλους χρηματιστηριακούς δείκτες της Γηραιάς Ηπείρου.
Εμπορικές σχέσεις και φόροι
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι φυσικά τόσο οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ όσο και η φορολογική πολιτική που θα ακολουθήσει ο νέος πρόεδρος. Σε περίπτωση επανεκλογής Τραμπ δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που φοβούνται ότι μπορεί να ξεκινήσει ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Ένωσης. Άλλωστε ο Τραμπ κατ’ επανάληψη έχει επιτεθεί στην ΕΕ υποστηρίζοντας, μάλιστα, ότι «σε αρκετές περιπτώσεις έχει φερθεί χειρότερα και από την Κίνα στις ΗΠΑ».
Ένας εμπορικός πόλεμος θα ήταν καταστροφικός και για τις δύο περιοχές, με την ΕΕ να αποδεικνύεται ο μεγάλος χαμένος εάν υπάρξει αύξηση δασμών εκ μέρους των ΗΠΑ. Βάσει των στοιχείων που υπάρχει το 2019 το εμπορικό πλεόνασμα της Ένωσης έναντι των ΗΠΑ έφθασε στα 153 δισ. ευρώ, με τις εξαγωγές α αγγίζουν τα 384 δισ. ευρώ και τις εισαγωγές τα 232 δισ. ευρώ. Παράλληλα η Ευρώπη αποτελεί πηγή άντλησης κερδών για τους κορυφαίους τεχνολογικούς ομίλους των ΗΠΑ, με ορισμένους αναλυτές να υποστηρίζουν ότι η Γηραιά Ήπειρος είναι η μοναδική περιοχή του πλανήτη που μπορεί να επιτεθεί εμπορικά στις ΗΠΑ και να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο. Ίσως αυτή η εκτίμηση να είναι και ο μοναδικός λόγος που ο Τραμπ δεν έχει, μέχρι στιγμής, εφαρμόσει τις απειλές του.
Το προβάδισμα του Τζο Μπάιντεν στις δημοσκοπήσεις έχει «χαιρετιστεί» από πολλούς ως μία ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, καθώς θεωρούν ότι η πολιτική που θα ακολουθήσει, σε όλα τα επίπεδα, θα είναι καλύτερη για την παγκόσμια οικονομία σε σύγκριση με αυτή που εφαρμόζει ο Τραμπ.
Όμως ο Μπάιντεν, ως υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος, οφείλει να ακολουθήσει και τις «επιταγές» του, με ορισμένες εξ αυτών να μην είναι και τόσο θετικές για τις επιχειρήσεις κατά κύριο λόγο. Οι Δημοκρατικοί έχουν ταχθεί υπέρ της αύξησης των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις αλλά και την εφαρμογή πιο σκληρών κανονισμών επιτήρησης κυρίως στην αγορά εργασίας. Τέτοιου είδους μέτρα δεν έχουν επίπτωση μόνο στο εσωτερικό των ΗΠΑ αλλά μπορούν να επηρεάσουν τις παγκόσμιες τάσεις και να πλήξουν ακόμη και το εμπόριο με την Ευρώπη. Βέβαια μία αύξηση των δημοσίων δαπανών, την οποία έχει υποσχεθεί ο Μπάιντεν, είναι σαφώς θετική είδηση, καθώς θα στηρίξει τις αμερικανικές αγορές και κατ’ επέκταση και τις διεθνείς.
Σε ανάλυσή της η UBS Asset Management, στην οποία θεωρεί ότι ο Μπάιντεν θα «σαρώσει» στις εκλογές με ποσοστό που θα φθάσει στο 55%, υποστηρίζει ότι η εκλογή του θα οδηγήσει σε ένα πιο αδύναμο δολάριο αλλά και κέρδη για τις μετοχές εκτός ΗΠΑ.