Η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης συνασπισμού υπό τους συντηρητικούς και τον καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς παρουσιάζει περιορισμένη επίδραση στον αριθμό των αιτούντων άσυλο στη Γερμανία, όπως εκτιμά η Βικτόρια Ρίτιγκ, επικεφαλής του κέντρου για τη μετανάστευση στο γερμανικό συμβούλιο διεθνών σχέσεων (DGAP).
Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης της ομοσπονδιακής υπηρεσίας για τη μετανάστευση και τους πρόσφυγες (BAMF) στη Νυρεμβέργη, η κ. Ρίτιγκ ανέφερε πως η σημαντική μείωση στις αιτήσεις ασύλου σε σχέση με πέρυσι οφείλεται κυρίως σε διεθνείς συμφωνίες και γεωπολιτικές εξελίξεις, όπως στη Συρία, και όχι στις εθνικές πολιτικές της κυβέρνησης Μερτς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της BAMF, το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2025 καταγράφηκαν 142.495 αιτήσεις ασύλου, με τις νέες αιτήσεις να ανέρχονται σε 97.277 — σχεδόν οι μισές σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Αξίζει να σημειωθεί πως από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο, πριν την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Μάιο, οι νέες αιτήσεις είχαν ήδη μειωθεί κατά περίπου 43%.
Η κ. Ρίτιγκ τόνισε ότι ο αριθμός των πρώτων αιτήσεων παρέμεινε σταθερός, ωστόσο ο συνολικός αριθμός διπλασιάζεται όταν συνυπολογιστούν αιτήσεις από άτομα που είχαν ήδη καταθέσει έγγραφα. Ειδικά πολλές Αφγανές υπέβαλαν νέες αιτήσεις, φοβούμενες την απώλεια του καθεστώτος προστασίας και πιθανή απέλαση.
Τα δεδομένα της BAMF δείχνουν αύξηση των επαναληφθεισών αιτήσεων κατά 153% σε ετήσια βάση. Παράλληλα, η κυβέρνηση Μερτς έχει ανακοινώσει αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική, εστιάζοντας στην απόρριψη αιτήσεων ασύλου για άτομα με ποινικό μητρώο.
Η Βικτόρια Ρίτιγκ επισημαίνει ότι η απόφαση για απελάσεις στα σύνορα δεν είχε αξιοσημείωτη επίδραση. Κατά τους πρώτους έξι μήνες της νέας κυβέρνησης, πραγματοποιήθηκαν περίπου 1.000 απελάσεις, δηλαδή έξι ημερησίως.
Η υλοποίηση της νέας πολιτικής συνεπάγεται υψηλό κόστος στα σύνορα, χωρίς να έχουν διαφανεί ουσιαστικά αποτελέσματα μέχρι σήμερα. Όπως δήλωσε η ίδια, «η λεγόμενη αντιστροφή της μετανάστευσης δεν έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματική αν αποτιμηθεί με βάση αριθμούς».
Τέλος, η κ. Ρίτιγκ υπογράμμισε την ανάγκη ενίσχυσης των διεθνών συμφωνιών, αναφέροντας ως παράδειγμα τη συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τυνη