Το ποσοστό της φτώχειας στη Λατινική Αμερική συνέχισε να μειώνεται το 2024, φθάνοντας σε ιστορικό χαμηλό μεν, αλλά εξακολουθεί να πλήττει το ένα τέταρτο του πληθυσμού της περιφέρειας, ανακοίνωσε χθες Τρίτη η Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (CEPALC).
Η φτώχεια μαστίζει το 26,8% του πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής (-0,5% σε σύγκριση με το 2023), ή σε απόλυτους αριθμούς 172 εκατομμύρια ανθρώπους, ανέφερε.
Εξ αυτών, οι 66 εκατ. πλήττονται από ακραία φτώχεια (10,4% του πληθυσμού της περιοχής), με το επίπεδο των εσόδων τους να μην καλύπτει τις πιο βασικές ανάγκες τους, διευκρίνισε η CEPALC σε έκθεσή της που παρουσιάστηκε χθες κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Σαντιάγο, όπου έχει την έδρα της η υπηρεσία αυτή, μέρος του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών.
«Η Λατινική Αμερική κατέγραψε βραδείες προόδους όσον αφορά τη μείωση της φτώχειας κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών», έπειτα από τη θεαματική μείωσή της την περίοδο από το 1990 ως το 2014, όταν από το 51,2% έφθασε στο 27,7%, σημειώνεται στην έκθεση.
Η CEPALC εξήγησε πως η βραδεία μείωση είναι αποτέλεσμα της «αδυναμίας» των οικονομιών της περιφέρειας να αναπτυχθούν με ταχύτερο ρυθμό και των «μεγάλων ανισοτήτων», της «χαμηλής κοινωνικής κινητικότητας» και της «ασθενικής κοινωνικής συνοχής».
Ο ρυθμός ανάπτυξης της Λατινικής Αμερικής θα είναι 1,8% το 2024, σύμφωνα με την Επιτροπή, καθώς τη φρενάρουν ο πληθωρισμός και τα υψηλά κατευθυντήρια επιτόκια.
Το 2023, η μείωση της φτώχειας στην περιφέρεια ήταν 1,5 εκατοστιαία μονάδα σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά (28,8%), κυρίως εξαιτίας της εξέλιξης των δεικτών στη Βραζιλία, γιγαντιαία χώρα της Λατινικής Αμερικής και μεγαλύτερη οικονομία όλης της περιοχής.
Ο αριθμός των ανθρώπων που μπόρεσαν να βγουν από τη φτώχεια στη χώρα αυτή αντιστοιχεί «στο 80%» της μεταβολής του δείκτη σε επίπεδο περιφέρειας, σημειώνει έτσι η έκθεση.