Τρεις αστυνομικοί και στρατιωτικός σκοτώθηκαν στο κεντρικό Ιράκ χθες Σάββατο, κατά τη διάρκεια μαχών με τζιχαντιστές της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), ανακοίνωσαν αξιωματικοί των δυνάμεων ασφαλείας, διευκρινίζοντας πως συνεχίζουν να βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη επιχειρήσεις.
Οι εχθροπραξίες, στο πλαίσιο επιχειρήσεων εναντίον των τζιχαντιστών στην επαρχία Ντιγιάλα, ξέσπασαν στον τομέα Χαν Μπάνι Σάαντ, περίπου σαράντα χιλιόμετρα βόρεια από την πρωτεύουσα, τη Βαγδάτη.
Κάνοντας λόγο για εγχείρημα σε «δύσκολο έδαφος», κέντρο ενημέρωσης που εκπροσωπεί τις ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας τόνισε σε ανακοίνωσή του πως «ομάδα τρομοκρατών» έχει «περικυκλωθεί».
«Συγκρούσεις» είχαν αποτέλεσμα να υποστούν απώλειες τόσο οι τζιχαντιστές, όσο και οι δυνάμεις ασφαλείας, συνεχίζει η ανακοίνωση, που δεν δίνει κάποιον συγκεκριμένο απολογισμό, ενώ τονίζει πως συνεχίζονται οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.
Εκπρόσωπος της αστυνομίας δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι στρατιώτης και τρεις αστυνομικοί, ανάμεσά τους αξιωματικός, σκοτώθηκαν «στις συγκρούσεις σε εξέλιξη με το Νταές», χρησιμοποιώντας το ακρώνυμο του ΙΚ στα αραβικά. Αναφέρθηκε επίσης σε τουλάχιστον τρεις νεκρούς στις τάξεις των τζιχαντιστών.
Μετά την ισχυροποίηση και την κεραυνοβόλα προέλασή του το 2014, όταν είχε κυριεύσει αχανείς τομείς της επικράτειας του Ιράκ και της γειτονικής Συρίας, το ΙΚ είδε το αυτοανακηρυγμένο «χαλιφάτο» του να καταρρέει, δεχόμενο πολλαπλές επιθέσεις και στις δυο χώρες.
Όμως, παρότι οι ιρακινές αρχές ανακήρυξαν τη «νίκη» τους επί του ΙΚ στα τέλη του 2017, πυρήνες τζιχαντιστών συνεχίζουν να εξαπολύουν σποραδικές επιθέσεις εναντίον του στρατού και της αστυνομίας, ιδίως σε επαρχιακές και απομακρυσμένες ζώνες, μακριά από μεγάλες πόλεις.
Έκθεση του ΟΗΕ που δημοσιοποιήθηκε τον Ιανουάριο αναφερόταν σε «εκτιμήσεις» σύμφωνα με τις οποίες οι δυνάμεις του ΙΚ στο Ιράκ και στη Συρία «αθροιστικά» αριθμούν «από 3.000 ως 5.000 μαχητές».
Στο Ιράκ, η δράση των τζιχαντιστών παραμένει «πολύ περιορισμένη», σύμφωνα με την ίδια πηγή, καθώς ιρακινές δυνάμεις μπόρεσαν «να στοχοποιήσουν» μέλη τους και να «αποδιοργανώσουν πυρήνες εν υπνώσει» και «δίκτυα» που τους εξασφάλιζαν κρησφύγετα και ανεφοδιασμό.
Μολαταύτα, κατά την έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, η τζιχαντιστική οργάνωση εξακολουθεί να «διαπράττει σποραδικές επιθέσεις και να ανασυντάσσει τις τάξεις και τη διοίκησή της».
Καταφέρνει να «διατηρεί τις δομές διοίκησής της» και να διαχειρίζεται «δομές στις επαρχίες», καθώς και να «ενισχύει την αρχιτεκτονική επικοινωνίας και ασφάλειας» προκειμένου «να περιορίσει τις απώλειες μεταξύ των ηγετών της και να αποτρέψει παρεισφρήσεις».