Οι άμεσες απώλειες για τη Βουλγαρία από την καθυστέρηση της πλήρους ένταξης της χώρας στον Χώρο Σένγκεν ανέρχονται σε 845 εκατομμύρια λέβα (BGN), δήλωσε σήμερα ο υπουργός Οικονομίας Πέτκο Νικόλοφ, επικαλούμενος μια έκθεση του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας στη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, την οποία είχε ζητήσει το υπουργείο του.
Ο Νικόλοφ συμμετείχε σήμερα σε ένα φόρουμ όπου συζητήθηκαν οι προτεραιότητες της ουγγρικής προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η θέση τους στην πολιτική ατζέντα της Βουλγαρίας, στο Σπίτι της Ευρώπης, στη Σόφια. Η εκδήλωση οργανώθηκε από την PanEuropa Bulgaria και την Ουγγρική Πρεσβεία στη Σόφια, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Κόρναντ Αντενάουερ, το Βουλγαρικό Διπλωματικό Ινστιτούτο και την αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη Σόφια.
Ο Νικολόφ σημείωσε ότι εκτός από τις άμεσες οικονομικές απώλειες, τα διαφυγόντα κέρδη λόγω των ελέγχων στα χερσαία σύνορα ανέρχονται σε περίπου 550 εκατομμύρια λέβα και επομένως τα άμεσα και πιθανά οφέλη από την κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα από ξηρά ανέρχονται σε 1,3 δισεκατομμύρια λέβα ετησίως.
Τα αποτελέσματα της πλήρους ένταξης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στον Χώρο Σένγκεν δεν είναι εφάπαξ, αλλά θα ενταθούν με βαθύτερη οικονομική ολοκλήρωση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε διαδοχική αναβολή θα προκαλεί μεγαλύτερες απώλειες τόσο για τη βουλγαρική όσο και για την ευρωπαϊκή οικονομία, είπε.
«Το θεωρούμε εξαιρετικά θετικό ότι η Ουγγαρία έχει θέσει ως προτεραιότητά της τη χερσαία ένταξη της Βουλγαρίας. Εκτιμούμε βαθύτατα τη στήριξη της Ουγγαρίας για τη γρήγορη και, θα έλεβα, σωτήρια ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στον Χώρο Σένγκεν και ελπίζω ότι μέχρι το τέλος του έτους θα γίνει πραγματικότητα», είπε ο Νικόλοφ.
«Αυτό είναι σημαντικό για όλες τις οικονομίες και ιδιαίτερα τη βουλγαρική. Τα οφέλη συνδέονται με τη μείωση της κυκλοφορίας, την ανάπτυξη των υποδομών και την αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία», είπε ο υπουργός.
Είπε ότι τα θετικά αποτελέσματα για τις χώρες της ΕΕ μπορούν να φανούν από πολλές πτυχές, συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω ενίσχυσης των εξωτερικών συνόρων, της αύξησης του όγκου του εμπορίου, της μείωσης του κόστους για τους εξαγωγείς με την απελευθέρωση πόρων μεταφοράς από φορτηγά που περιμένουν στα σύνορα. Επίσης, με τη μείωση του χρόνου ταξιδιού, των διοικητικών ελέγχων στα σύνορα και των χρόνων παράδοσης, την αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού των παραμεθόριων περιοχών, και το τέλος των φορτηγών που σχηματίζουν ουρές στα σύνορα, κάτι που θα έχει θετικές συνέπειες για το περιβάλλον.