Bloomberg for president? Ο 6ος πλουσιότερος άνθρωπος στις ΗΠΑ και 9ος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο σύμφωνα με το Forbes, o Μάικλ Μπλούμπεργκ, ανακοίνωσε πριν από λίγους μήνες την πρόθεσή του να βρεθεί απέναντι από τον Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2020. Με μία προεκλογική διαφημιστική καμπάνια που έχει ήδη φτάσει τα 400 εκατ. δολάρια σύμφωνα με τους New York Times προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια για το χρίσμα των Δημοκρατικών.
Η άνοδος του Μπλούμπεργκ στις δημοσκοπήσεις των προηγούμενων ημερών, που τον έφερε στη δεύτερη θέση, πάνω από τον πρώην αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν, είχε ως συνέπεια να τραβήξει πάνω του την κριτική όλων των υπολοίπων υποψηφίων στην τηλεμαχία στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών ενόψει των προκριματικών της Νεβάδα. Παρά την εντυπωσιακή καμπάνια σε Social Media και ΜΜΕ οι Δημοκρατικοί δεν φαίνεται να είναι πρόθυμοι να του δώσουν άφεση αμαρτιών για την περίοδο που ήταν Δήμαρχος της Νέας Υόρκης.
Πρώτοι από τους επικριτές του οι εκπρόσωποι της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, η Γερουσιαστής της Μασαχουσέτης Ελίζαμπεθ Γουόρεν και ο Γερουσιαστή του Βερμόντ Μπέρνι Σάντερς που έρχεται μέχρι στιγμής πρώτος στις δημοσκοπήσεις. Ο Μπλούμπεργκ επέλεξε να κρατήσει χαμηλά τους τόνους υπενθυμίζοντας ότι έχει ζητήσει συγγνώμη για τις πρακτικές της αστυνομίας (stop and frisk) και τους πράγματι υπερβολικούς ελέγχους, οι οποίοι κρίθηκαν μάλιστα αντισυνταγματικοί. Ο Σάντερς ήταν από τους πρώτους που επιτέθηκε στον Μπλούμπεργκ υπενθυμίζοντας την τακτική της αστυνομίας επί των ημερών του στον δήμο της Νέας Υόρκης και επιμένοντας ότι πρόκειται για μία κακή κληρονομιά τόσο για την ενότητα του κόμματος όσο και για τη μάχη απέναντι στον Τραμπ.
Τη σκυτάλη πήρε η Ελίζαμπεθ Γουόρεν συνέκρινε τον Μπλούμπεργκ με τον Τραμπ, κατηγορώντας τον για σεξισμό και ρατσισμό, τονίζοντας ότι οι Δημοκρατικοί παίρνουν ένα τεράστιο ρίσκο εάν απλώς υποκαταστήσουν έναν αλαζονικό δισεκατομμυριούχο με έναν άλλο.
Η ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου και η σκοτεινή εποχή της δημαρχίας του
Ιδρυτής του ομώνυμου δημοσιογραφικού ομίλου, ο Μπλούμπεργκ έχει κατορθώσει να γίνει ο 9ος πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο, σύμφωνα με το Forbes, με περιουσία 62 δισ. δολαρίων. Και μάλιστα καθώς είναι αυτοδημιούργητος διατηρεί ένα δυνατό συγκριτικό πλεονέκτημα ενσάρκωσης του «αμερικανικού ονείρου» έναντι του Τραμπ που διαθέτει περιουσία περίπου 3 δισ. μετά από επιχειρηματικές αποτυχίες και ενώ κληρονόμησε την περιουσία του από τον πατέρα του. Κομμάτι του προσωπικού του μύθου όμως αποτελεί και η πορεία του ως του δήμαρχου της Νέας Υόρκης που κατόρθωσε να αναστήσει την πόλη μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Δημαρχία όμως που σημαδεύτηκε από πολλά σκοτεινά σημεία. Εν μέσω τεράστιας οικονομικής ύφεσης και με τα ποσοστά των αστέγων στην πόλη να φτάνουν σε ιστορικά υψηλά ο Μπλούμπεργκ αποφάσισε να χρεώνει ενοίκια σε οικογένειες που ζούσαν σε ξενώνες. Ωστόσο μεγαλύτερη κριτική έχει εισπράξει για την τακτική stop-and-frisk με την οποία έδωσε στην αστυνομία την αυθαίρετη δυνατότητα να συλλαμβάνει και να προφυλακίζει ανθρώπους που «θα μπορούσαν» να θεωρηθούν ύποπτοι ακόμα και για την πρόθεση τέλεσης αδικημάτων. Τα θύματα αυτής την πολιτικής ήταν συνήθως οι Αφροαμερικάνοι,οι Λατινοαμερικάνοι και οι μουσουλμάνοι της Νέας Υόρκης.
Αγκάθι όμως στην προσπάθεια δημοφιλίας του αποτελούν και οι κατηγορίες για σεξισμό και μισογυνισμό – κατηγορίες που θα μπορούσαν να του στοιχίσουν ειδικά σε μία εποχή που κινήματα όπως το #MeToo φέρουν στην δημόσια σφαίρα το ζήτημα της ισότητας των φύλων. Έτσι οι αντίπαλοί του φέρνουν στην κουβέντα σεξιστικές και προσβλητικές παλαιότερες του δηλώσεις, αλλά κυρίως την αντιφεμινιστική πολιτική στις επιχειρήσεις του, όπου η εγκυμοσύνη θεωρείται ουσιαστικό εμπόδιο για την επαγγελματική ανέλιξη.
Επίθεση φιλίας στα Μέσα
Ο Μπλούμπεργκ μπήκε στην κούρσα για το χρίσμα των Δημοκρατικών στα τέλη του Νοέμβρη και δεσμεύτηκε να μην λάβει καμιά δωρεά αλλά αντίθετα να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του από την περιουσία του που εκτιμάται σε περίπου στα 62 δισ. δολάρια. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ήταν διθυραμβικά. Politico, CNN και New York Times δεν έκρυψαν τον ενθουσιασμό τους, τίτλους όπως «Πώς μπορεί να κερδίσει ο Μπλούμπεργκ», «Ο Μπλούμπεργκ μπορεί να είναι το «γκανιάν» των Δημοκρατικών» και «Γιατί μου αρέσει ο Μάικ».
Την ώρα που οι υπόλοιποι υποψήφιοι διοργανώνουν εκστρατείες για να χρηματοδοτήσουν τις καμπάνιες τους, εκείνη του Μπλουμπεργκ έχει στοιχίσει 400 εκατ. δολάρια σε διάστημα μόλις τριών μηνών – που είναι κατά πάσα πιθανότητα περισσότερα από όσα ξόδεψαν όλοι οι άλλοι Δημοκρατικοί υποψήφιοι μαζί και περισσότερα από όσα έχει δαπανήσει ο Ντόναλντ Τραμπ. Μόνο για τις διαφημίσεις σε Google και Facebook έχει ξοδέψει περισσότερα από 70 εκατ. δολάρια. Με αυτόν τον τρόπο έχει καταφέρει να έχει παρουσία σε ραδιοφωνικές, τηλεοπτικές και ψηφιακές πλατφόρμες, δίνοντας στην εκστρατεία του εικόνα γενικής- προεκλογικής διαδικασίας.
Μάλιστα προσπαθώντας να απευθυνθεί και στο πιο νεανικό κοινό, την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωσε ότι θα συνεργαστεί στο Instagram με ειδικούς στα «memes», τις αστείες εικόνες που γίνονται viral στο Διαδίκτυο. Έτσι, τρεις λογαριασμοί με εκατομμύρια followers ανήρτησαν ψεύτικες ανταλλαγές χιουμοριστικών μηνυμάτων με τον Μπλούμπεργκ. Σε ένα από αυτά ο 77χρονος υποψήφιος εξηγεί ότι η εγγονή του του μίλησε για έναν από τους λογαριασμούς και δηλώνει έτοιμος να ξοδέψει ένα δισ. δολάρια για να τον εμφανίσουν ως τον πιο «cool» υποψήφιο. Στόχος φυσικά, εκτός του να κερδίσει τους νέους, είναι να κερδίσει και τον Τραμπ που είναι γνωστός για τις αναρτήσεις του στο Twitter. «Στοιχηματίζουμε ότι θα αποτελέσει ένα αποτελεσματικό μέσο να αγγίξουμε τους ανθρώπους και να ανταγωνιστούμε τη διαδικτυακή στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ», δήλωσε εκπρόσωπος του υποψηφίου για το χρίσμα των Δημοκρατικών.
Καύσιμο στην υποψηφιότητά του η προσωπική του περιουσία
Δεν είναι όμως μόνο η διαφημιστική καμπάνια με την οποία προσπαθεί να «αγοράσει» το χρίσμα αλλά και μία θέση στην προεκλογική κούρσα. Ανακοινώνοντας την πρόθεσή του να μην χρηματοδοτηθεί από κανέναν άλλον «αγοράζει» και την ηθική ανωτερότητα απέναντι στους αντιπάλους του αφού δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς – τουλάχιστον όχι ανοικτά – για χρηματοδότες που προωθούν την ατζέντα τους μέσα από την υποψηφιότητά του.
Έτσι παρουσιάζεται ως «άφθαρτος», ως ένας υποψήφιος που δεν μπορεί να αγοραστεί από κανέναν. Παράλληλα, με την πορεία του στον επιχειρηματικό κόσμο και στον κόσμο των media έχει ήδη εξασφαλισμένους ισχυρούς φίλους και συμμάχους που θα είναι πρόθυμοι να προβάλουν και να υποστηρίξουν τις θέσεις του. Και για όσους επιμένουν να θυμούνται και να επαναφέρουν τις μαύρες ιστορίες επί δημαρχίας του, ο Μπλουμπεργκ παίζοντας στρατηγικά και σε αυτό το κομμάτι, με τεράστιες δωρεές στα χρόνια αυτά δεν ήταν μόνο ο Δήμαρχος της πόλης αλλά ταυτόχρονα ήταν ο μεγαλύτερος φιλάνθρωπος. Για πάνω από μια δεκαετία, το φιλανθρωπικό του δίκτυο έδωσε περίπου 3 δισ. δολάρια. Έτσι, σχεδόν όλοι, βασίζονταν -και βασίζονται ακόμα στην συνεχή γενναιοδωρία του – γεγονός που «έκλεισε» πολλά στόματα και σταμάτησε αρκετές διαμαρτυρίες.
Με την καμπάνια του να συνεχίζει να τον φέρνει μέσα στα σπίτια εκατομμυρίων Αμερικανών, το ερώτημα στο γήπεδο των Δημοκρατικών που καλούνται να αποφασίσουν αν θα του δώσουν το χρίσμα παραμένει ένα: Είναι ο Μπλούμπεργκ η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος με τον Τραμπ; Ένας (ακόμη πιο) πλούσιος επιχειρηματίας που θέλει να «αγοράσει» τον Λευκό Οίκο;