Τι συμβαίνει όταν αλλάζουν οι ρόλοι και οι Κινέζοι είναι εκείνοι που επενδύουν σε μία δυτική χώρα για να σώσουν ένα εργοστάσιο μιας άλλοτε πανίσχυρης αμερικανικής βιομηχανίας;
To βραβευμένο πλέον με Όσκαρ «American Factory» που προβάλλεται μέσω του Netflix, των Τζούλια Ράικερτ και Στίβεν Μπόγκναρ, με το ζεύγος Ομπάμα σε ρόλο παραγωγών, αφηγείται, χωρίς συναισθηματισμούς, ιδεολογικές ακρότητες και βερμπαλισμούς, πώς ένα κλειστό εργοστάσιο της General Motors πέρασε σε κινεζικά χέρια, τις επιπτώσεις στην κοινότητα, τη συνύπαρξη Αμερικανών και Κινέζων εργατών και τη μοιραία σύγκρουση της διαφορετικής εργασιακής κουλτούρας των δύο πλευρών.
«Πιστεύουμε ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, όταν οι εργάτες όλου του κόσμου ενωθούν», είπε η Τζούλια Ράικαρτ, παραλαμβάνοντας το χρυσό αγαλματίδιο στην τελετή απονομή των Όσκαρ, στην πιο πολιτική στιγμή ίσως της φετινής απονομής που δικαίωσε την απόφαση του ζεύγους Ομπάμα να αναλάβουν το πρότζεκτ ως συμπαραγωγοί με την εταιρεία τους «Higher Ground».
Ένα αισιόδοξο ξεκίνημα
«Δεν χωράνε δύο τίγρεις σε ένα βουνό», λέει ο δισεκατομμυριούχος Τσάο Ντεγουάνγκ σε μία από τις πρώτες του επισκέψεις στο νέο εργοστάσιο της Fuyao που θα άνοιγε στο Ντέιτον του Οχάιο, το 2014. Τότε ο Κινέζος βασιλιάς της βιομηχανίας που κατασκευάζει παρμπρίζ αυτοκινήτων, καλύπτοντας το 70% της παγκόσμιας ζήτησης με πελάτες όπως οι Ford, GM, Honda and Toyota, έκανε το μεγάλο βήμα, να επενδύσει σε ένα κλειστό πρώην εργοστάσιο της General Motors.
Κίνηση που έφερε ευφορία στην κοινότητα του Οχάιο, όπου πολλοί εργάτες βίωναν στο πετσί τους τα αποτελέσματα της οικονομικής ύφεσης του 2008. Κινέζοι επενδυτές και εργάτες, αλλά και ντόπιοι εργάτες και στελέχη μπαίνουν στο νέο πρότζεκτ με τις καλύτερες των προθέσεων, ώστε να ξαναδώσουν ζωή στο κλειστό εργοστάσιο που είχε στηρίξει οικονομικά πολλές οικογένειες στην περιοχή. Ωστόσο η φράση του Ντεγουάνγκ έμελε να είναι προφητική για τη συνέχεια.
Οι Ράικερτ-Μπόγκναρ που είχαν ήδη μία υποψηφιότητα για Όσκαρ ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για το «The Last Truck: Closing of a GM Plant» το 2009, όπου είχαν κινηματογραφήσει την κατασκευή του τελευταίου φορτηγού στο εργοστάσιο της General Motors στο Ντέιτον, επέστρεψαν στον «τόπο του εγκλήματος» για να ξαναπιάσουν τις ιστορίες των εργαζομένων που είδαν τη ζωή τους να καταρρέει με το κλείσιμο του εργοστασίου.
Χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν ξαφνικά να παλεύουν με το τέρας της ανεργίας – αρκετοί σε μεγάλη ηλικία και πολλοί από αυτούς έχασαν τα σπίτια τους, δυσκολεύτηκαν να ξαναβρούν νέες θέσεις εργασίας και όταν τα κατάφερναν αναγκάζονταν να δεχτούν κακοπληρωμένες ή χωρίς ασφάλιση δουλειές.
Όταν ο Τσάο Ντεγουάνγκ αποφασίζει να ξανανοίξει το κλειστό εργοστάσιο, ένα κύμα ευφορίας πλημμυρίζει την πόλη. Προσλαμβάνει 2000 εργάτες από την περιοχή και φέρνει αρκετούς ακόμα από την Κίνα ώστε να αρχίσει αμέσως η λειτουργία του νέου εργοστασίου. Με έμφαση στις προσωπικές ιστορίες, βλέπουμε την ελπίδα και τις προσδοκίες και των δύο πλευρών στην επιτυχία του εγχειρήματος. «Παλεύω να επιστρέψω στην μεσαία τάξη», λέει η Τζιλ Λαμάντια, εργάτρια στο εργοστάσιο που μετά το κλείσιμο της GM έχασε το σπίτι της και αναγκάστηκε να ζει στο υπόγειο της αδερφής της.
Κινέζοι και Αμερικανοί βάλθηκαν να γεφυρώσουν τις πολιτισμικές τους διαφορές, ανοίγοντας με καλή διάθεση το νέο αυτό κεφάλαιο. «Εδώ μπορείτε να κάνετε πλάκα ακόμα και στον πρόεδρο» ακούγεται να λέει ένας προϊστάμενος σε ειδικά σεμινάρια στο προσωπικό που έχει έρθει από την Κίνα και προσπαθεί να μάθει τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής στις ΗΠΑ. Οι ντόπιοι δέχονται με χαρά τους Κινέζους συναδέλφους τους και μοιράζονται μαζί τους ιστορίες, γεύματα της Ημέρας των Ευχαριστιών, χτίζουν νέες φιλίες, δημιουργούν έρωτες. Οι πρώην εργάτες της GM αρχίζουν για πρώτη φορά μετά από χρόνια να ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον, προσπαθώντας να επιστρέψουν στο προηγούμενο βιωτικό τους επίπεδο.
Χαμένοι στην μετάφραση
Σε κωμικοτραγικές σκηνές περιγράφεται η προσπάθεια συγκερασμού των δύο αυτών κόσμων, όπου μεταφραστικές εφαρμογές στα κινητά τηλέφωνα των εργαζομένων προσπαθούν να φέρουν κάποια συνεννόηση ανάμεσα σε Κινέζους και Αμερικάνους. Στοίχημα που πολλές φορές χάνεται με τρόπο σοκαριστικό. Όπως η ταμπέλα που τοποθετήθηκε στο εργαστήριο για να δώσει το μότο της επιχείρησης, να εμπνεύσει τους εργάτες και να δημιουργήσει τελικά μία κοινότητα και το οποίο είναι γραμμένο λάθος στα αγγλικά. Ωστόσο, κανείς από τους Αμερικανούς προϊσταμένους δεν κατάφερε / θέλησε να υποδείξει το λάθος στην κινεζική διοίκηση.
Η δυσάρεστη πραγματικότητα
«Δεν υπάρχει κανένα μαγικό ραβδί που να φέρνει πίσω θέσεις εργασίας», είχε πει ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα πίσω στο 2016. Και το ντοκιμαντέρ που επέλεξε ως παραγωγός το αποδεικνύει στην πράξη. Η αρχική ευφορία δίνει τη θέση της σε θυμό, δυσφορία και προστριβές ανάμεσα στις δύο πλευρές, όταν πια το εργοστάσιο «παίρνει μπροστά» αλλά ακόμα δυσκολεύεται να είναι κερδοφόρο.
«Πριν έβγαζα περίπου 29 δολάρια και κάτι σεντς την ώρα. Τώρα είναι περίπου στα 12. Δεν μπορώ να προσφέρω στα παιδιά μου ούτε καν τα παπούτσια που θέλουν» λέει μία Αμερικανίδα εργάτρια. Από την άλλη πλευρά βλέπουμε τον Γονκ Χι, έναν εξειδικευμένο εργάτη που αφήνει πίσω στην Κίνα γυναίκα και παιδιά και έρχεται στην Αμερική να εργαστεί για δύο χρόνια ώστε να εκπαιδεύσει το νέο προσωπικό, χωρίς καμία έξτρα οικονομική απολαβή πέραν του μισθού που θα έπαιρνε και στην Κίνα.
Έτσι ξεκινάει ουσιαστικά και το κύριο μέρος της ιστορίας, εκεί που πια κάνουν την εμφάνισή τους οι πολιτικές, πολιτιστικές και εργασιακές διαφορές Αμερικάνων και Κινέζων. Αγανακτισμένοι οι Κινέζοι εργαζόμενοι αναρωτιούνται πώς γίνεται οι Αμερικανοί συνάδελφοί τους να αρνούνται να δουλέψουν και το Σαββατοκύριακο, να πάρουν ρεπό μόνο δύο ημέρες τον μήνα ή να δουλέψουν απλήρωτες υπερωρίες. «Μας αποκαλούν ξένους και δεν μας σέβονται», λέει με απογοήτευση ένας Αμερικάνος εργάτης, ένας από τους πολλούς στο εργοστάσιο που αρχίζει να παραπονιέται στη διοίκηση για τους χαμηλούς μισθούς αλλά και τις ελλιπείς συνθήκες ασφαλείας. Από την άλλη πλευρά, ένας Κινέζος επόπτης παραπονιέται ότι «έχουν πολύ χοντρά δάχτυλα και είναι αργοί στη δουλειά», με την ετυμηγορία για την κινέζικη πλευρά να είναι «είμαστε καλύτεροι από αυτούς».
Όταν οι δύο τίγρεις συγκρούονται
Αν κάτι επίσης γίνεται σαφές από το ντοκιμαντέρ, δεν είναι μόνο οι διαφορές στην εργασιακή κουλτούρα αλλά και οι διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισής των προβλημάτων αυτών ανάμεσα στη δυτική – εργατική κουλτούρα και την κινεζική βιομηχανική τάξη.
Φοβούμενοι την περαιτέρω φτωχοποίηση τους, αλλά και την εξάλειψη κάθε εργασιακού τους δικαιώματος, όσο η διοίκηση πιέζει για περαιτέρω εντατικοποίηση της εργασίας προσπαθώντας να κάνει κερδοφόρο το εργοστάσιο, οι Αμερικανοί εργάτες προσπαθούν να συσπειρωθούν σε σωματείο για να αντιμετωπίσουν από κοινού τα προβλήματα.
Η διοίκηση από την άλλη με κάθε τρόπο προσπαθεί να διασπάσει το κοινό μέτωπο των εργαζομένων, απολύοντας σε χρόνο ρεκόρ τους υποκινητές της δημιουργίας του σωματείου, ενώ οργανώνει ταξίδι στην μαμά εταιρεία στην Κίνα, ώστε να δείξει σε κάποιους από τους Αμερικάνους εργάτες το μοντέλο εργασίας εκεί. Παράλληλα με αλλεπάλληλες συναντήσεις προσπαθεί να βρει τρόπους να ελέγξει το «εξωτικό» για εκείνη αμερικανικό εργατικό δυναμικό, που δείχνει απρόθυμο να δεχτεί περαιτέρω εντατικοποίηση.
Δύο κόσμοι σε σύγκρουση στο τέλος της βιομηχανικής εποχής όπως την ξέρουμε
Μπορεί η ιστορία να μας αφήνει κάπου εκεί, αλλά οι σκηνοθέτες, σε συνέντευξή τους στην Guardian, αναφέρουν ότι από το 2018 το εργοστάσιο κατάφερε να ξεκινήσει μία κερδοφόρα περίοδο, αλλά οι εργάτες αναγκάστηκαν να δεχτούν υποχρεωτικές υπερωρίες και εργασία τα Σάββατα. «Με το "American Factory" παίρνετε μια μικρή γεύση αυτού που δίνει η παγκοσμιοποίηση σε ανθρώπινο επίπεδο. Νομίζω ότι η ταινία αφήνει ένα αίσθημα δυσφορίας», λέει η Τζούλια Ράιχαρτ.
Το πείραμα του Ντέιτον δεν δείχνει όμως μόνο τη σύγκρουση δύο διαφορετικών εργασιακών και πολιτιστικών απόψεων, ούτε καν μόνο τα αποτελέσματα μίας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας και οικονομίας. Σίγουρα, είναι ενδιαφέρον το πόσο αλλάζουν οι ρόλοι και πόσο οι δυτικοί αρνούνται να δεχτούν να χάσουν τα δικαιώματά τους όπως τα γνωρίζουν, ιδιαίτερα όταν μια επένδυση έρχεται από την Κίνα.
Ωστόσο, οι αμερικανικές εταιρίες που επενδύουν στην Κίνα και βασίζουν κατά πολύ την παραγωγή τους στα εκεί εργοστάσια, όχι απλώς δέχονται, αλλά επιλέγουν την εργασιακή κουλτούρα και νομοθεσία στη χώρα με στόχο το επιπλέον κέρδος.
Ίσως όμως δεν πρόκειται όμως μόνο για μία ιστορία «ΗΠΑ εναντίον Κίνας» ή «Κεφαλαίου εναντίον Εργατών». Ίσως στην ουσία πρόκειται για την τελευταία φάση της βιομηχανικής παραγωγής όπως τη γνωρίζουμε, ένα βήμα πριν από την απόλυτη αυτοματοποίησή της εκεί όπου οι μηχανές θα έχουν αντικαταστήσει πλήρως το ανθρώπινο δυναμικό και δε θα φαίνεται αναγκαίο να γεφυρωθούν πολιτισμικά και πολιτικά χάσματα και πλέον η παραγωγή θα υπόκειται μόνο στις ανάγκες της ζήτησης χωρίς τον ανθρώπινο παράγοντα.