Το εύθραυστο οικοσύστημα της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας τίθεται σε κίνδυνο ακόμη μία φορά, με αφορμή την κρίση που έχει ξεσπάσει στην Ερυθρά Θάλασσα από τις επιθέσεις των ανταρτών Χούθι, οι οποίες έχουν υποχρεώσει αρκετές ναυτιλιακές εταιρείες να αποφεύγουν την διώρυγα του Σουέζ, κάνοντας τον γύρο της Αφρικής.
Η επιπλέον χρονική καθυστέρηση για τα εμπορεύματα που εκκινούν από τα λιμάνια της Ασίας για να φθάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος, περνώντας από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, εκτιμάται σε επιπλέον 10 ημέρες έως και τρεις εβδομάδες, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου να υπολογίζει ότι η συνολική επιβάρυνση προσεγγίζει το 25%. Ήδη διεθνείς μεταφορικές εταιρείες-κολοσσοί, όπως οι Maersk και Hapag-Lloyd, ανακοίνωσαν την αναπροσαρμογή των δρομολογίων τους, με γνώμονα την ασφάλεια του προσωπικού τους.
Η νέα κρίση έρχεται σε μία στιγμή που είχε επιτευχθεί η σημαντική εξομάλυνση του μεταφορικού κόστους για τις εταιρείες που εισάγουν είδη στην Ευρώπη από χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, επαναφέροντας τις τιμές σε φυσιολογικά επίπεδα για τους καταναλωτές. Είναι αποκαλυπτική δε της εύθραυστης ισορροπίας της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας ενώ παράλληλα αναδεικνύει την επιρροή της παγκοσμιοποίησης ακόμη και σήμερα, που αρκετοί την αμφισβητούν.
Τα νέα δεδομένα πάντως υποχρέωσαν ήδη κάποιους μεγάλους ομίλους της βιομηχανίας ένδυσης να ανακοινώσουν μέτρα έκτακτης ανάγκης ώστε να εξασφαλίσουν τον έγκαιρο εφοδιασμό των καταστημάτων τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πολωνικού ομίλου LPP, που μεταξύ άλλων αναπτύσσει και στην χώρα μας την αλυσίδα ενδυμάτων Sinsay.
Σε πρόσφατες δηλώσεις στο πρακτορείο Reuters, η διοίκηση του ομίλου σημείωσε ότι εξετάζει άλλες επιλογές ώστε να εξασφαλίσει ότι οι "κρίσιμες συλλογές” του θα φθάσουν στα καταστήματα, με την αναζήτησή προμηθευτών επί ευρωπαϊκού εδάφους να αποτελεί μία τέτοια λύση. Ανησυχία εξέφρασε και η διοίκηση της βρετανικής αλυσίδας καταστημάτων Next, αναφέροντας ότι θα υποχρεωθεί να κάνει παραγγελίες πολύ νωρίτερα από το συνηθισμένο, προκειμένου να δώσει περισσότερο χρόνο στην μεταφορά των ειδών της από την Ασία στην Βρετανία.
Μία άλλη εναλλακτική αποτελεί η αποστολή των εμπορευμάτων μέσω σιδηροδρόμου ή ακόμη και διά αέρος, επιλογές που αφενός ενέχουν μεγαλύτερο κόστος, αφετέρου εξασφαλίζουν ότι δεν θα υπάρξουν ελλείψεις που συνεπάγονται μειωμένες πωλήσεις. Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι ήδη αρκετές εταιρείες σιδηροδρομικών μεταφορών έχουν ανακοινώσει την πρόθεση τους να κάνουν αυξήσεις στα κόστη των μεταφορικών τους, με αφορμή την αύξηση της ζήτησης για τις υπηρεσίες τους.
Την ίδια στιγμή εντούτοις, τίθεται το ερώτημα της βιωσιμότητας της δεύτερης επιλογής, με αρκετές ευρωπαϊκές εταιρείες να απορρίπτουν την αεροπορική μεταφορά των ειδών τους, εξαιτίας των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Σε κάθε περίπτωση, το κρίσιμο ερώτημα είναι το κατά πόσο θα υποχρεωθούν οι ίδιες οι εταιρείες να επωμιστούν το επιπλέον κόστος, περιορίζοντας τα περιθώρια κέρδους τους, ή να το περάσουν στον τελικό καταναλωτή, ρισκάροντας μία πιθανή κάμψη της ζήτησης…
Αξίζει να σημειωθεί ότι ειδικά για την αμερικανική αγορά, η διώρυγα του Σουέζ αποτελεί την βασική οδό προώθησης ειδών από την Ασία (περί το 60% των εμπορευμάτων ασιατικής προέλευσης) για πολλά γνωστά ονόματα της βιομηχανίας ενδυμάτων, όπως οι Nike, Adidas, H&M, Inditex, Hugo Boss και Puma, μεταξύ άλλων, με τους αναλυτές να σημειώνουν ότι το επιπλέον κόστος δύσκολα θα αποφευχθεί για εταιρείες και καταναλωτές.
Ο κίνδυνος για τις εταιρείες εμπορίας ενδυμάτων πάντως προς το παρόν κρίνεται διαχειρίσιμος, καθώς διαθέτουν στις αποθήκες τους εμπορεύματα ώστε να καλύψουν τις επόμενες 15 με 17 εβδομάδες. Το πρόβλημα θα γίνει εντονότερο εάν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα, με την επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, Ngozi Okonjo-Iweala, να αναφέρει στο Φόρουμ του Νταβός ότι απαιτείται διπλωματία για την εξεύρεση λύσης άμεσα. Η ίδια μάλιστα σημείωσε ότι η νέα κρίση αυξάνει την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που είναι ήδη αρκετά επισφαλές, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι η αρχική εκτίμηση για ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου κατά 3,3% φέτος τώρα ήδη τίθεται σε αμφισβήτηση.