Αν παρακολουθήσει κανείς λίγο την επικαιρότητα θα ακούσει το σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και στελέχη του ΚΙΝΑΛ, να κατηγορούν την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη περί ακραίου νεοφιλελευθερισμού.
Και αυτό σε μια συγκυρία που δεν έχει προηγούμενο η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, με τη διοχέτευση δισεκατομμυρίων για την ανακούφιση από τις επιπτώσεις της πανδημίας: επιδόματα σε εργαζόμενους, επιδοτήσεις εργοδοτών, έμμεσες επιδοτήσεις ενοικιαστών, επιδοτήσεις ιδιοκτητών ακινήτων, επιστρεπτέες προκαταβολές, μη επιστρεπτέες προκαταβολές, χαμηλότοκα τραπεζικά δάνεια με εγγυήσεις του Δημοσίου κ.α.
Παράλληλα η κυβέρνηση έχει προχωρήσει και προγραμματίζει χιλιάδες νέες προσλήψεις: από έκτακτο διοικητικό προσωπικό για την πανδημία (που ασφαλώς θα μονιμοποιηθεί), μέχρι συνοριοφύλακες, καθηγητές, υπαλλήλους υπουργείων, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης κ.α.
Θα περίμενε κανείς, σε μια χώρα που δεν έχει συνέλθει από την περιπέτεια της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης της δεκαετίας του 2010 και με το χρέος να ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ, να υπάρχουν και να ακούγονται περισσότερες φωνές που να προειδοποιούν για τους δημοσιονομικούς κινδύνους και όχι να επαναλαμβάνουν τη συνθηματολογία περί νεοφιλελευθερισμού. Να υπενθυμίζουν ότι και πριν την κατάρρευση του 2010, προηγήθηκε μια μακρά περίοδος κρατικής σπατάλης και επικρατούσε η βεβαιότητα περί «θωρακισμένης οικονομίας» και να προειδοποιούν να μην βρεθούμε ξανά σε ανάλογο σημείο. Θα περίμενε κανείς έναν καλύτερο έλεγχο από πλευράς αντιπολίτευσης για το πού πάνε τα χρήματα των φορολογουμένων, για το αν τα μέτρα παρέμβασης ωφελούν όσους έχουν πραγματικά ανάγκη ή έχουν εκφυλιστεί σε ένα μοίρασμα κρατικών πόρων με όρους (μικρο) πολιτικούς και όχι οικονομικούς.
Αντί αυτών ακούμε ανοησίες περί ακραίου νεοφιλελευθερισμού σαν να παίζει μια χαλασμένη κασέτα: πολιτικό προσωπικό, συχνά τα ίδια πρόσωπα, που επαναλαμβάνει, τα ίδια και τα ίδια εδώ και δεκαετίες, συνθήματα και κλισέ που δεν έχουν καμία σχέση με το σήμερα, την πραγματικότητα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα. Αυτή η χαλασμένη κασέτα παίζει παντού: στις πορείες όπου ακούγονται πάντα τα ίδια τραγούδια – συνθήματα της δεκαετίας του 1970, στον δημόσιο διάλογο - τυφλή αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων και των πολιτικών, στην προσέγγιση των προβλημάτων από τη διδασκαλία των αρχαίων και τις καταλήψεις των σχολείων, μέχρι την αστυνόμευση, τη Δικαιοσύνη και την καθαριότητα.
Μια χαλασμένη κασέτα που επαναλαμβάνεται μονότονα, χωρίς να ενοχλείται ή να αντιδρά κανείς. Μια χώρα εσαεί υπερχρεωμένη, που δανείζεται για να φτιάχνει πανάκριβες ολυμπιακές εγκαταστάσεις που σήμερα σαπίζουν, για να πληρώνει υπαλλήλους που δεν δουλεύουν, για να πληρώνει μια πυροσβεστική που δεν ξέρει να σβήνει φωτιές, για να μοιράζει λεφτά σε συνταξιούχους ετών 50, για να διατηρεί μηχανισμούς ανίκανους να υπολογίσουν συντάξεις, για δικαστήρια που δεν βγάζουν αποφάσεις, για να χτίζει μια χαοτική πολυνομία, για να παρέχει μια δημόσια εκπαίδευση που οδηγεί το 80% των μαθητών σε φροντιστήρια, και να διατηρεί μια δημόσια διοίκηση που διώχνει επενδυτές και κάνει τη ζωή των πολιτών δύσκολη.
Μια χώρα που ξεπουλά, χωρίς υπερβολή, κρίσιμες υποδομές και περιουσιακά στοιχεία, χωρίς σχέδιο και στόχους, για να καλύψει ελλείμματα, να αποπληρώνει δάνεια και να πληρώνει συντάξεις και μισθούς, αδιαφορώντας για το αύριο και αυτά που έρχονται.
Μία χώρα που βαδίζει αμέριμνα προς την επόμενη χρεοκοπία.