Όλο και πιο «σκοτεινές» γίνονται οι προοπτικές της οικονομίας για το 2021, υπό το βάρος των πιέσεων που προκαλεί η έξαρση της πανδημίας και η καθυστέρηση των εμβολιασμών. Το κεντρικό συμπέρασμα από τις σημερινές αναθεωρήσεις στις προβλέψεις της Κομισιόν για τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης είναι ότι η επιδείνωση των συνθηκών στην οικονομία θα «κουρέψει» σχεδόν το ένα τρίτο της αναμενόμενης αύξησης του ΑΕΠ φέτος και η ουσιαστική ανάκαμψη της οικονομίας μετατίθεται το 2022.
Στις χειμερινές προβλέψεις της, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το lockdown του τελευταίο διμήνου του 2020, που παρατείνεται φέτος και τη γενικότερη καθυστέρηση στην έξοδο από τον κλοιό της πανδημίας και μειώνει από το 5% στο 3,5% την πρόβλεψη για το ρυθμό ανάπτυξης του τρέχοντος έτους, αναθεωρώντας ταυτόχρονα προς το καλύτερο την πρόβλεψη για το 2022, εκτιμώντας ότι θα επιταχυνθεί η ανάκαμψη με ρυθμό 5%.
Αν επαληθευθούν αυτές οι προβλέψεις, αντιλαμβανόμαστε πόσο μεγάλη ζημιά έγινε στην οικονομία από την πανδημία, πολύ σοβαρότερη από όσο είχε αρχικά εκτιμηθεί. Στο τέλος του 2022, το ελληνικό ΑΕΠ θα εξακολουθεί να απέχει 2,2% από το ύψος όπου βρισκόταν το 2019. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια χαμένη τριετία για την ελληνική ανάπτυξη. Μια χαμένη τριετία που δεν έρχεται μετά από μια περίοδο μεγέθυνσης, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίας, αλλά μετά από μια πολύ δύσκολη δεκαετία, όπου χάθηκε το ένα τέταρτο του ΑΕΠ και η εθνική οικονομία μόλις είχε αρχίσει να καλύπτει, με αργούς ρυθμούς, το χαμένο έδαφος, πριν ξεσπάσει η πανδημία.
Η ανατροπή στο πεδίο της ανάπτυξης, «ξηλώνει» και τις βασικές προβλέψεις του προϋπολογισμού για τα δημοσιονομικά μεγέθη. Όπως αναγνώρισε ο υπουργός Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας, η πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,8% φέτος, στην οποία έχει δομηθεί ο προϋπολογισμός πρόκειται να αναθεωρηθεί προς το χειρότερο. Αν χαθεί το ένα τρίτο της αναμενόμενης μεγέθυνσης της οικονομίας, αντίστοιχα θα διογκωθεί το δημόσιο έλλειμμα, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται και μια δυσανάλογα μεγάλη αύξηση του ελλείμματος, εάν η κυβέρνηση υποχρεωθεί να αυξήσει πολύ τα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Τα προβλήματα στη χάραξη οικονομικής πολιτικής
Αυτές οι εξελίξεις φέρνουν τους υπεύθυνους για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής μπροστά σε ένα μεγάλο «πονοκέφαλο»: με τους περιορισμένους πόρους που διαθέτουν, σε μια οικονομία με χρέος που ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ, θα πρέπει να αποφασίσουν πώς θα καλύψουν τις όλο και αυξανόμενες ανάγκες στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ο Χρήστος Σταϊκούρας και ο Θοδωρής Σκυλακάκης με επανειλημμένες δηλώσεις, τις τελευταίες ημέρες, προσπαθούν να εξηγήσουν αυτό που είναι αυτονόητο για τους οικονομολόγους: οι διαθέσιμοι πόροι του κράτους είναι περιορισμένοι και είναι αδύνατον να καλύψουν όλες τις απώλεις που προκαλεί αυτή η κρίση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.«Απαντούν» με αυτό τον τρόπο στα αιτήματα της κοινωνίας και των επιχειρήσεων για όλο και μεγαλύτερες παρεμβάσεις στήριξης -οι έμποροι της Αθήνας, για παράδειγμα, μόλις ανακοινώθηκε το νέο lockdown ζήτησαν, εύλογα ίσως, ένα «γιγαντιαίο πακέτο στήριξης».
Η ελληνική κυβέρνηση, με τους πόρους που διαθέτει, έχει κάνει μια αρκετά σημαντική προσπάθεια παροχής βοήθειας με δημοσιονομικά μέτρα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι όσα έχουν γίνει στην Ελλάδα είναι πολύ λίγα, σε σύγκριση με αυτά που κάνουν άλλες χώρες της Ευρώπης, με μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια. Όπως υπολόγισε το ΔΝΤ, οι τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης διέθεσαν για τη στήριξη των επιχειρήσεων το 1/3 του ΑΕΠ τους, όχι βέβαια μόνο με απευθείας ενέσεις από τον προϋπολογισμό, αλλά κυρίως με την παροχή εγγυήσεων για το δανεισμό τους -αυτό, δυστυχώς, δεν μπορεί να γίνει σε μεγάλη κλίμακα στην Ελλάδα, καθώς το υψηλό δημόσιο χρέος δεν αφήνει πολλά περιθώρια για κρατικές εγγυήσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ότι το ζήτημα της οικονομικής διαχείρισης έχει φέτος πολύ διαφορετικές παραμέτρους από αυτές που ίσχυσαν το 2020, στην πρώτη φάση της πανδημίας. Οι πόροι για στήριξη είχαν υπολογισθεί φέτος να μειωθούν στα 7,5 δισ. ευρώ, αλλά θα χρειασθεί να αυξηθούν ίσως και πάνω από τα 10 δισ. ευρώ, χωρίς να είναι σαφές αν και αυτή η αύξηση θα είναι αρκετή για να μετριάσει επαρκώς τις συνέπειες της πανδημίας, δηλαδή να μην αφήσει η κρίση μόνιμες «ουλές», όπως λένε οι οικονομολόγοι, δηλαδή κλειστές επιχειρήσεις και χαμένες θέσεις εργασίας, κάτι που δυσκόλευε πολύ την επανεκκίνηση της ανάπτυξης.
Ενώ το 2020 ήταν για την κυβέρνηση σχετικά εύκολο να μοιράζει ενισχύσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, φέτος η κατάσταση θα γίνει δύσκολη, καθώς τα όλο και πιο αυξημένα αιτήματα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για στήριξη θα «αντικρίζονται» με όλο και λιγότερους διαθέσιμους πόρους. Η κυβέρνηση καλείται να στοχεύσει με τον καλύτερο τρόπο τις παρεμβάσεις της, για να πιάνουν τόπο τα κονδύλια που δαπανώνται και, ταυτόχρονα, να αποτρέψει μια σοβαρή μείωση των ταμειακών διαθεσίμων και μια δημοσιονομική εκτροπή μεγάλης κλίμακας, που θα κλόνιζε την εμπιστοσύνη της αγοράς ομολόγων στην Ελλάδα και θα αύξανε το κόστος δανεισμού της χώρας.
Το ευτύχημα είναι ότι, σε αντίθεση με όσα συνέβησαν το 2010, όταν η χώρα αποκλείσθηκε από την αγορά ομολόγων και αναγκάσθηκε να ζητήσει διακρατικά δάνεια, τώρα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διατηρεί σε ισχύ ένα τεράστιο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων, που καλύπτει και την Ελλάδα και επιτρέπει να δανειζόμαστε με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, παρότι το χρέος διογκώνεται και η δημοσιονομική κατάσταση επιδεινώνεται. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό: η κυβέρνηση χρειάζεται να ασκήσει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τη δημοσιονομική πολιτική όσο διαρκεί η πανδημία και να μεριμνήσει για την όσο το δυνατό ταχύτερη επανεκκίνηση μέσα στο 2021, με τη σωστή αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων, από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης ως τις, αυξημένες κατά 20 δισ. ευρώ, τραπεζικές καταθέσεις. Στην πραγματικότητα, τα δύσκολα για την κυβέρνηση δεν άρχισαν το 2020, όταν ξέσπασε η πανδημία: μόλις τώρα αρχίζουν.