Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσει κανείς μια μεγάλη οικονομική κρίση: να δει μόνο την καταστροφική πλευρά της και να βυθισθεί στην αδράνεια, περιμένοντας κάποιο θαύμα. Ή να την αντιμετωπίσει σαν μια ευκαιρία για αλλαγές που θα φέρουν ένα καλύτερο μέλλον.
Στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, οι Έλληνες πολίτες, το πολιτικό σύστημα που μας εκπροσωπεί και ο κρατικός μηχανισμός που μας διοικεί προτίμησαν την πρώτη εκδοχή, αυτή της αδράνειας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα που χρειάσθηκε να εφαρμόσει τρία αλλεπάλληλα προγράμματα διάσωσης και οικονομικής προσαρμογής, ενώ είναι εντελώς αμφίβολο αν ύστερα από όλες όλες αυτές τις έξωθεν υπαγορευμένες μεταρρυθμίσεις καταφέραμε να αλλάξουμε ουσιαστικά το αναχρονιστικό παραγωγικό μοντέλο αυτής της οικονομίας.
Η μεγάλη υγειονομική και οικονομική (ευτυχώς όχι χρηματοπιστωτική) κρίση που προκάλεσε η πανδημία του νέου κορονοϊού δεν θα μπορούσε παρά να προκαλέσει σοβαρές καταστροφές, ιδιαίτερα σε μια οικονομία όπως η ελληνική, που έχει μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και τις μεταφορές, ενώ η παραγωγική της βάση στηρίζεται σε ένα τεράστιο αριθμό πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με εξαιρετικά περιορισμένα περιθώρια οικονομικής αντοχής.
Όμως, μέσα από την καταστροφή που προκαλείται τώρα και θα συνεχισθεί μέχρι να βρεθεί αποτελεσματική θεραπεία ή εμβόλιο για τον κορονοϊό, η Ελλάδα έχει μια σπάνια ευκαιρία να αλλάξει το αναχρονιστικό παραγωγικό της μοντέλο και να μπει με αξιώσεις στην εποχή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, δίνοντας έμφαση ταυτόχρονα στις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή.
Ο Γιάννης Στουρνάρας, ένας οικονομολόγος και πολιτικός που πάντα προτιμά να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, επιφυλάσσει πολύ χρήσιμες υποδείξεις στην κυβέρνηση και, ευρύτερα, στην πολιτική τάξη της χώρας, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική:
- Η υγειονομική κρίση, παρά τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις της για την κοινωνία και την οικονομία, αποτελεί μια αξιοσημείωτη ευκαιρία για να προωθηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε η Ελλάδα να προχωρήσει προς τη νέα ψηφιακή εποχή, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής.
- Ταυτόχρονα, η πρόσφατη κρίση (όπως και η κρίση χρέους που οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές, για παράδειγμα στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού) είναι μια ευκαιρία για να πραγματοποιήσει η Ευρώπη ακόμη ένα σημαντικό βήμα προς την οικονομική ολοκλήρωση.
Στην κατεύθυνση της υλοποίησης αυτών των μεγάλων αλλαγών, ο κ. Στουρνάρας επισημαίνει ότι θα πρέπει, μεταξύ άλλων:
- Να τονωθεί η δημόσια και ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα με αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις για την αναβάθμιση των δημόσιων υποδομών, να στηριχθούν οι επενδυτικές πρωτοβουλίες με υψηλή προστιθέμενη αξία, αλλά και να προσαρμοστεί το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων στις νέες, μετά την πανδημία, συνθήκες. Ταυτόχρονα, οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) για την ενίσχυση των υποδομών, ειδικότερα στον τομέα της ψηφιακής υγείας και εκπαίδευσης, αποκτούν ενδεχομένως νέο περιεχόμενο μετά την εμπειρία της πανδημίας.
- Να διαφυλαχθεί η κυβερνητική δέσμευση και αξιοπιστία ως προς την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με ισχυρά πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομική δραστηριότητα και στην ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν δράσεις σχετικές με: (α) τη στοχευμένη μείωση της φορολογίας και ιδιαίτερα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, (β) την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, (γ) τη βελτίωση της ποιότητας της διακυβέρνησης στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, (δ) την αναβάθμιση των συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης και (ε) τον εξορθολογισμό των δημόσιων δαπανών με ανακατανομή πόρων σε αναπτυξιακές δράσεις.
- Να ενισχυθεί η μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης, αξιοποιώντας τους πόρους του νέου μέσου ανάκαμψης “Next Generation EU”. Το πρότυπο αυτό θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού, θα ενσωματώνει τις αρχές της πράσινης και κυκλικής οικονομίας και θα βασίζεται στη συνεχή επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Αυτό προϋποθέτει την αποφασιστική και ταχεία εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που αφορούν μεταξύ άλλων την αποτελεσματικότερη λειτουργία και τη μείωση της γραφειοκρατίας στο δημόσιο τομέα, ιδιαίτερα στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της απονομής δικαιοσύνης και της ψηφιακής διακυβέρνησης. Eπίσης, απαιτείται η υιοθέτηση πολιτικών που ενθαρρύνουν την έρευνα και την καινοτομία, διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας, ενισχύουν την επιχειρηματικότητα και προωθούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης. Επισημαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των μέτρων περιορισμού λόγω του κορονοϊού, έγιναν ψηφιακά άλματα, όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και η ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των πολιτών, που ταχύτατα εφαρμόστηκε από τις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και η εκτεταμένη τηλεργασία στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα.
Με αυτές τις συστάσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ίσως να μην υπάρχει πολιτικός στην παρούσα κυβέρνηση που θα διαφωνούσε. Το ζητούμενο, όμως, είναι να καταλάβουν πραγματικά οι πολιτικοί μας ότι, αυτή την φορά δεν αρκεί να κάνουν lip service στις μεταρρυθμίσεις, ή να τις προωθούν με ατολμία, εκπτώσεις και συμβιβασμούς με κατεστημένα συμφέροντα. Αν δεν καταφέρει η Ελλάδα ούτε αυτή την φορά να προλάβει το τρένο των ραγδαίων εξελίξεων στην παγκόσμια οικονομία, θα έχουμε μια μόνιμη θέση στις χώρες «δεύτερης ταχύτητας», που δεν θα κατακτήσουν πραγματικά υψηλό βιωτικό επίπεδο. Ας μην αφήσουμε, λοιπόν, αυτή την κρίση να πάει χαμένη.