Οι συνέπειες από την πανδημία του κορονοϊού διέπουν τις σχέσεις φυσικών και νομικών προσώπων σ’ όλη τη χώρα οριζοντίως και καθέτως.
Οι κρατικές υπηρεσίες επεδίωξαν και επιδιώκουν όπως ρυθμίσουν τα θέματα που προκύπτουν μεταξύ κράτους και πολιτών, ενώ προβαίνουν συνεχώς και καθημερινά στην έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και υπουργικών αποφάσεων ώστε να περιορίσουν τις αρνητικές συνέπειες που δημιουργούνται από την αναγκαστική ή εν τοις πράγμασι παύση λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των εργαζομένων σε αυτές. Το ίδιο ισχύει και για τα θέματα που άπτονται του ασφαλιστικού συστήματος.
Ένα καίριο θέμα που δεν έχει ρυθμιστεί και είναι αμφίβολο αν θα υπάρξει πρόβλεψη για τέτοια ζητήματα από την κρατική εξουσία είναι οι συνέπειες από την μη εκτέλεση ή μη πραγματοποίηση ή, ακόμη και την μη ολοκλήρωση των ιδιωτικών συμβάσεων μεταξύ ιδιωτών ή και νομικών προσώπων.
Τα θέματα αυτά αφορούν κάθε είδους συναλλαγή (κυρίως αμφοτεροβαρή) και εκτιμάται ότι έχουν, ήδη, επιφέρει σοβαρότατες συνέπειες στον εμπορικό κόσμο αλλά και γενικότερα στον κόσμο των συναλλαγών.
Είναι εμφανές ότι η παύση λειτουργίας μεγάλου μέρους των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, έχει οδηγήσει στο χείλος της οικονομικής εξαντλήσεως επιχειρηματίες, επαγγελματίες αλλά και ιδιώτες, οι οποίοι εξαρτούν την οικονομική επιβίωσή τους από την είσπραξη των χρημάτων που αποτελούν το αντίτιμο πωλήσεων, παροχής υπηρεσιών, εκτελέσεως έργων αλλά και εσόδων από την εκμετάλλευση ακινήτων. Συγχρόνως, δε, η ανυπαρξία υποστήριξης των επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα, οδηγεί αυτές σε ασφυξία.
Το γεγονός ότι τα Δικαστήρια δεν λειτουργούν πλην των θεμάτων που άπτονται των παραγραφών, του αυτοφώρου κλπ., συνεπάγεται την σώρευση τεράστιου αριθμού απαιτήσεων από την μη εκτέλεση των συμβάσεων ή από πλημμελή εκτέλεση αυτών.
Ανεξαρτήτως του τι πρόκειται να συμβεί μετά το άνοιγμα των Δικαστηρίων και την πλημμυρίδα κατάθεσης δικογράφων, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ερευνηθεί ο τρόπος αντιμετώπισης από τις δικαστικές αρχές των διενέξεων μεταξύ των διαδίκων και η επιχειρηματολογία της κάθε πλευράς προς αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου.
Θεωρείται δεδομένο και αυτονόητο ότι κατά την δικαστική επίλυση των διαφορών, θα εφαρμοστούν οι ισχύουσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αλλά και των επιμέρους ειδικών νόμων, δηλαδή των πυλώνων απονομής δικαιοσύνης.
Ειδικότερα θα εφαρμοστούν, κατά περίπτωση, οι διατάξεις γενικού και ειδικού Ενοχικού δικαίου, του Εμπραγμάτου, κληρονομικού κλπ.
Όμως, λόγω των ειδικών περιστάσεων, σημαντικότερο ρόλο θα έχουν οι διατάξεις περί ανωτέρας βίας σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 200 του Αστικού Κώδικα περί ερμηνείας των συμβάσεων, του άρθρου 281 Α.Κ. περί κατάχρησης δικαιώματος και άρθρου 288 Α.Κ. περί εκπληρώσεως της παροχής, όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Τέλος θα ληφθεί υπόψη το άρθρο 300 Α.Κ. που αφορά την ζημία από οικείο πταίσμα ως και το άρθρο 388 Α.Κ. που αναφέρεται στην απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών.
Είναι γεγονός ότι ο τύπος, δηλαδή η γραπτή συμφωνία, δεν εφαρμόζεται στην Ελλάδα κατά την κατάρτιση των συμβάσεων, τουλάχιστον όσον αφορά μικρού ή μεσαίου μεγέθους συμβάσεις, οι οποίες έχουν συνήθως, βραχύ χρονικό διάστημα εκτελέσεως ή εκπληρώσεως και το οικονομικό αντικείμενο δεν είναι υψηλό, τα δε συμβαλλόμενα μέρη δεν συμβουλεύονται δικηγόρους ή λογιστές, ώστε να προβλεφθεί η οποιαδήποτε αιφνιδιαστική αλλαγή των συνθηκών. Αντιθέτως, αυτό που παρατηρείται κατά την κατάρτιση συμβάσεων μεγάλου ή πολυσύνθετου αντικειμένου καιιδίως όταν συμμετέχει και συμβάλλεται αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είναι ότι οι όροι που διέπουν τη συμφωνία αυτή να προβλέπουν ακόμα και την περίπτωση της επελεύσεως του φαινομένου της ανωτέρας βίας και τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς.
Θεωρούμε, πάντως, ότι η ελληνική νομοθεσία είναι επαρκής για την επίλυση κάθε θέματος, αναλόγως, βεβαίως, με τα πραγματικά περιστατικά που εμπεριέχονται σε κάθε σύμβαση.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες η παρέμβαση του κράτους είναι αναγκαία, διότι η επίλυση των διαφορών δεν επαρκεί, ώστε να μην δημιουργηθούν σοβαροί «τραυματισμοί» από την εκπλήρωση ή μη των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων.
Κλασσικό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης είναι η επιταγή. Όπως είναι γνωστό, η επιταγή ισούται με χρήμα και η μη εξόφλησή της επιφέρει αστικές, ποινικές και τραπεζικές συνέπειες, χωρίς να μειώνονται οι συνέπειες από την εγγραφή του εκδότη αυτής στον «ΤΕΙΡEΣIA». Η επίκληση από τον εκδότη της επιταγής, της υπάρξεως ανωτέρας βίας για την μη εξόφληση της, είναι ισχυρισμός, ο οποίος θα προβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο και αφού θα έχει «σφραγιστεί» η επιταγή και θα έχει εκδοθεί η σχετική διαταγή πληρωμής.
Στην οικονομική αυτή σχέση, εμπλέκεται, ως τρίτος πόλος το τραπεζικό σύστημα, τα καταστήματα των τραπεζών δε, έχουν την εκ του νόμου αρμοδιότητα να «σφραγίσουν» την επιταγή εφ’ όσον δεν εξοφληθεί κατά την ημερομηνία εκδόσεώς της.
Είναι περιττό να αναλυθεί στο σημείο αυτό, για το ποιες είναι οι συνέπειες που επέρχονται σε βάρος του εκδότη της επιταγής ή του αποδέκτη της συναλλαγματικής.
Συνεπώς, καθίσταται αναγκαία η παρέμβαση της Πολιτείας για τη ρύθμιση του θέματος αυτού, η οποία παρενέβη, ήδη, και μάλιστα κατά το χρόνο που γράφεται το άρθρο αυτό και προέβη σε ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία, παρέχεται αναστολή εβδομήντα πέντε (75) ημερών, προκειμένου να εξοφληθούν επιταγές που έχουν εκδοθεί από πληττόμενες επιχειρήσεις.
Πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, η επίκληση του καθεστώτος της ανωτέρας βίας έχει σοβαρό αντίλογο και υπάρχει σειρά δικαστικών αποφάσεων που έχουν απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό. Συνεπώς, εφ’ όσον δεν υφίσταται γραπτή σύμβαση, στην οποία να γίνεται μνεία του τι θα ισχύσει στην περίπτωση επελεύσεως γεγονότων που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, η όλη διένεξη θα αχθεί στα ελληνικά δικαστήρια προς επίλυση.
Το άρθρο επιμελήθηκε η ομάδα του νομικού γραφείου Cremer & Partners.