Πριν από λίγες ημέρες, η EUROSTAT ανακοίνωσε τους μέσους ετήσιους μισθούς του 2023 (“Average adjusted full-time salary per employee”) για κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον σχετικό πίνακα, η Χώρα μας ήταν τρίτη από το τέλος, τόσο με βάση το απόλυτο μέγεθος του μισθού, όσο και με βάση την αύξηση του, μεταξύ 2022 και 2023.
Να προσθέσουμε ακόμη ότι, από το 2018, που ο μέσος μισθός βρέθηκε στο κατώτερο του σημείο (15.920 ευρώ), μετά από τις αλλεπάλληλες μειώσεις κατά την περίοδο των μνημονίων, η πρόοδος που έχει σημειωθεί στον τομέα αυτό είναι πολύ μικρή. Συγκεκριμένα, στα 6 χρόνια της περιόδου 2018-2023, η σωρευτική αύξηση ήταν μόλις 7%, έναντι 19% του μέσου όρου των 27 ευρωπαϊκών χωρών. Αναπόφευκτα λοιπόν, η σύγκριση με τις περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΕ, μας αφήνει μια «πικρή γεύση».
Για να πάρουμε μια αναλυτικότερη εικόνα της πιο πάνω κατάστασης, θα συσχετίσουμε κάποια μεγέθη της Χώρας μας με τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ των 27 αλλά και με εκείνα των πιο κάτω τριών ευρωπαϊκών χωρών:
- Της Πορτογαλίας, που έχει πάνω-κάτω τις ίδιες προϋποθέσεις ανάπτυξης με εμάς,
- Της Ισπανίας, που είναι και αυτή χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου και «μπήκε» μαζί μας στην κρίση του 2008,
- Της Γερμανίας, που παραμένει η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομική δύναμη, παρά τα προβλήματα της.
Η πρώτη μας παρατήρηση είναι ότι και στις τρεις αυτές χώρες η αύξηση του μέσου μισθού ήταν από υπερδιπλάσια ως υπερτετραπλάσια της δικής μας (Πίνακας 1).
Πίνακας 1 : Μέσος ετήσιος μισθός για πλήρη απασχόληση (ευρώ)
Χώρα | 2023 | 2018 | Σωρευτική Μεταβολή 2018-2023 |
Ελλάδα | 17.013 | 15.920 | 7% |
Πορτογαλία | 22.933 | 17.601 | 30% |
Γερμανία | 50.998 | 43.340 | 18% |
Ισπανια | 32.587 | 27.426 | 19% |
EE | 37.863 | 31.785 | 19% |
Πηγή: Eurostat
Διαπιστώνουμε επίσης ότι το 2023 «πέσαμε» στο 45% του μέσου ευρωπαϊκού μισθού (50% το 2018) και απομακρυνθήκαμε αισθητά από την Πορτογαλία (74% από το 90%) και μείναμε πίσω από την Ισπανία και τη Γερμανία (Πίνακας 2).
Πηγή: Eurostat
Το παράξενο είναι ότι η πιο πάνω έντονα αρνητική εικόνα σχετικά με τον μέσο μισθό της Χώρας μας, παρατηρείται σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με τους υψηλότερους ρυθμούς στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, κατά την εξαετία 2018-2023 είχαμε σωρευτική ανάπτυξη 11,9% έναντι 8,6% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, 2,8% της Γερμανίας, 9,1% της Ισπανίας και 12,5% της Πορτογαλίας (Πίνακας 3).
Προκύπτει λοιπόν το εύλογο ερώτημα: «Πώς γίνεται η αύξηση του μέσου ετήσιου μισθού στη Γερμανία να είναι 2,5 φορές μεγαλύτερη απο τη δική μας (18% έναντι 7%), σε μια περίοδο που η γερμανική οικονομία παρουσίασε σωρευτικό ρυθμό ανάπτυξης μικρότερο από το ένα τέταρτο του δικού μας (2,8% έναντι 11,9%);» Αντίστοιχος είναι ο προβληματισμός για την Πορτογαλία, με την οποία είχαμε ίδιους ρυθμούς ανάπτυξης αλλά εκεί η αύξηση του μισθού ήταν 4 φορές μεγαλύτερη (30% έναντι 7%) και την Ισπανία.
Η πιο πάνω φαινομενική αντίφαση, εξηγείται πολύ απλά ως εξής: Η ποιότητα της ανάπτυξης μας ήταν (και εξακολουθεί να είναι ) κατά πολύ υποδεέστερη εκείνης των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Για να γίνω πιο σαφής, μεγάλο μέρος από τις οικονομικές μας δραστηριότητες είναι περιορισμένης προστιθέμενης αξίας (π.χ. τουρισμός, εστίαση, κατασκευές, ακίνητα, παραδοσιακή εμπορική δραστηριότητα κλπ), με αποτέλεσμα να διατηρείται η παραγωγικότητα της εργασίας χαμηλά και επομένως να μην υπάρχουν περιθώρια για σημαντική αύξηση της αμοιβής της.
Ας δούμε όμως τι φταίει και δεν τα πάμε καλά στον τομέα αυτό. Πρώτα απ' όλα, το ποσοστό των μικρών μονάδων και των αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο της οικονομίας είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Το μικρό έως πολύ μικρό μέγεθος τους, δεν τους αφήνει περιθώρια να πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε τεχνολογίες αιχμής, να οργανωθούν αποτελεσματικά, να αποκτήσουν πρόσβαση σε σημαντικές αλυσίδες εφοδιασμού και διανομής. Σε αυτό άλλωστε συμβάλλει και η έλλειψη κεφαλαίων, αφού συνήθως αποκλείονται από τον τραπεζικό δανεισμό και βέβαια δεν διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια.
Υπάρχουν βεβαίως και μεσαίες έως μεγάλες επιχειρήσεις, που επενδύουν, έχοντας μάλιστα στη διάθεση τους σημαντικά κεφάλαια από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Όμως, αυτές δεν αποτελούν το κυρίαρχο κομμάτι της οικονομίας μας. Γι' αυτό, στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών με κριτήριο τις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, μοιραζόμαστε την τελευταία θέση με τη Βουλγαρία, φτάνοντας οριακά το 60% του μέσου ευρωπαϊκού όρου (Πίνακας 4).
Πίνακας 4: Ακαθάριστες επενδύσεις (Gross fixed capital formation) - δισ. ευρώ
Χώρα | 2018 | 2019 | 2020 | 2021 | 2022 | 2023 | Σύνολο 6ετίας | μ.ο. 2018-2023 (ποσοστό του ΑΕΠ) |
Ελλάδα | 20 | 20 | 21 | 25 | 31 | 34 | 151 | 13% |
Πορτογαλία | 37 | 40 | 39 | 44 | 50 | 54 | 264 | 20% |
Γερμανία | 715 | 748 | 736 | 779 | 858 | 900 | 4736 | 20% |
Ισπανία | 239 | 255 | 233 | 250 | 280 | 295 | 1552 | 21% |
Μ.Ο ΕΕ | 2849 | 3106 | 3.223 | 3.223 | 3567 | 3791 | 19759 | 22% |
Πηγή: Eurostat
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ελλειμματικών επενδύσεων, ο εργαζόμενος δεν έχει στη διάθεση του τα απαραίτητα «εργαλεία δουλειάς» (τεχνολογία, οργάνωση κλπ), με τα οποία θα μπορέσει να «απογειώσει» την παραγωγικότητα του. Έτσι, παράγει λιγότερο και βέβαια αμείβεται λιγότερο. Γι' αυτό λοιπόν χρειαζόμαστε επενδύσεις εκσυγχρονισμού και όσο αυτές δεν γίνονται στην αναγκαία κλίμακα, οι εργαζόμενοι είναι καταδικασμένοι να μετέχουν σε μια παραγωγική διαδικασία χαμηλής αποδοτικότητας και χαμηλής αμοιβής.
Αν κοιτάξουμε τον πίνακα 4, θα δούμε ότι στη συγκρίσιμη με τη δική μας οικονομία της Πορτογαλίας, πραγματοποιήθηκαν επιπλέον «ακαθάριστες επενδύσεις» 113 δισ., μέσα στην τελευταία εξαετία (264 έναντι 151 δισ,) ευρώ. Γιατί εκεί και όχι εδώ; Προφανώς γιατί δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να δημιουργήσουμε ένα ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον, επειδή διστάζουμε να πραγματοποιήσουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Για να μην αδικούμε κανένα, κάτι κινείται προς αυτή την κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια, με την ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα, τις φορολογικές ελαφρύνσεις και την παιδεία σε πρώτο πλάνο. Όμως, χρειάζεται περισσότερη τόλμη και μεγαλύτερη ταχύτητα, για να αξιοποιηθούν τα δεκάδες δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα οποία είναι διαθέσιμα μέχρι το 2027.
Τα κεφάλαια αυτά πρέπει να κατευθυνθούν σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, ώστε να μπουν οι βάσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που θα οδηγήσει σε υψηλότερους μισθούς αρκετά χρόνια μετά, όταν δηλαδή οι επενδύσεις αυτές θα αρχίσουν να αποδίδουν.
Με άλλα λόγια, θα περιμένουμε πολύ για να δούμε μισθούς κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ακόμη και αν αρχίσουμε «να τρέχουμε» από σήμερα.
*Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.