Χωρίς εκλογή κυβέρνηση θα είναι οι εκλογές της 21ης Μαΐου λόγω της απλής αναλογικής και βάσει των πιο πρόσφατων δημοσκοπήσεων, όπως αναφέρει σε report της η JPMorgan.
Εκτιμά ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θα κριθεί στις επαναληπτικής εκλογές των αρχών Ιουλίου και βλέπει δύο ενδεχόμενα:
- Αυτοδύναμη κυβέρνηση από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ή
- Κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του Κινήματος Αλλαγής.
Η αμερικανικός όμιλος στο report του αναφέρεται εκτενώς στα δύο συστήματα διεξαγωγής των εκλογικών διαδικασιών, δηλαδή στην απλή αναλογική για την πρώτη κάλπη και στην ενισχυμένη για τη δεύτερη και τονίζει ότι για να εξάγει τις δύο παραπάνω εκτιμήσεις της βασίστηκε στις δημοσκοπήσεις που έχει στην κατοχή της.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη εκλογική διαδικασία, αναφέρει ότι κατ’ αρχήν, ένας «πολύ αριστερός» συνασπισμός με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ, με το ΚΙΝΑΛ ως μικρότερο εταίρο και ένα ή περισσότερα από τα άλλα αριστερά κόμματα θα μπορούσε να επιτύχει οριακή πλειοψηφία εδρών. Ωστόσο, αυτή η επιλογή φαίνεται να αποτελεί έναν απομακρυσμένο κίνδυνο σε αυτό το στάδιο. Από τη μία πλευρά, το ΚΙΝΑΛ έχει απορρίψει σταθερά κάθε ενδεχόμενο συμφωνίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και οποιαδήποτε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να προκαλέσει αποστασίες και να οδηγήσει ακόμη και σε αλλαγή της ηγεσίας του κόμματος του ΚΙΝΑΛ. Από την άλλη πλευρά, η θέση του ΚΚΕ εμφανίζεται ακόμη πιο ξεκάθαρη, καθώς το ΚΚΕ έχει ιστορικά αρνηθεί να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε κυβέρνηση συνασπισμού τα τελευταία 30 χρόνια. Όσον αφορά το ΜέΡΑ25, οι ακραίες ευρωσκεπτικιστικές απόψεις του θα το καταστήσουν μάλλον ακατάλληλο ως εταίρο.
Τελικά, αυτή η κωλυσιεργία θα πρέπει να οδηγήσει σε δεύτερες εκλογές στις 2 Ιουλίου. Αυτές οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν βάσει ενός διαφορετικού εκλογικού νόμου, ο οποίος προβλέπει πριμοδότηση της πλειοψηφίας στο κόμμα με τις περισσότερες ψήφους, σύμφωνα με νόμο που ψήφισε η νυν κυβέρνηση της ΝΔ το 2020. Συγκεκριμένα, ο νέος μηχανισμός αποδίδει πριμοδότηση στο κόμμα με τις περισσότερες ψήφους ίση με 20 έδρες συν 1 έδρα για κάθε επιπλέον ψήφο που υπερβαίνει το 25% (δεν αποδίδεται πριμοδότηση εάν κανένα κόμμα δεν φτάσει το 25% των ψήφων). Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ένα ποσοστό ψήφων 38% θα πρέπει να είναι αρκετό για να επιτευχθεί το όριο της πλειοψηφίας των 151 ψήφων. Σύμφωνα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, η ΝΔ εμφανίζεται ήδη πολύ κοντά (σε απόσταση 2-3%) στο όριο της πλειοψηφίας σε αυτή τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.
Είναι πολύ νωρίς για να διαμορφωθούν ακριβείς απόψεις σχετικά με μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση σε αυτό το στάδιο, δεδομένου ότι υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα ακόμη και όσον αφορά την αξιοπιστία των σημερινών δημοσκοπήσεων λόγω του υψηλού βαθμού πόλωσης στο εκλογικό σώμα και ορισμένων γεγονότων που έχουν αμαυρώσει κάπως τη φήμη της ΝΔ.
Η βασική άποψη είναι ότι οι εκλογές της 21ης Μαΐου είναι πιθανό να είναι ατελέσφορες. Μετά από μια σύντομη περίοδο αβεβαιότητας, θα πρέπει να διαφανεί εάν απαιτούνται δεύτερες εκλογές. Εάν αυτό συμβεί, η νέα κυβέρνηση θα εξακολουθεί να έχει κυρίαρχο ρόλο της ΝΔ και, συνεπώς, θα βρίσκεται σε ευρεία συνέχεια με την τρέχουσα. Ένας ενδεχόμενος συνασπισμός της ΝΔ με το ΚΙΝΑΛ - το οποίο μπορεί να μην έχει άλλη επιλογή από το να εισέλθει σε συνομιλίες συνασπισμού - μπορεί να μετατοπίσει κάπως ορισμένες πολιτικές, για παράδειγμα τη φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων από κεφάλαιο, αλλά θα ήταν απίθανο να έχει ευρύτερο αντίκτυπο στην πολιτική ατζέντα που βασίζεται στις μεταρρυθμίσεις και στις μεγάλης κλίμακας κυβερνητικές επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ (το κονδύλι των επιχορηγήσεων ανέρχεται σε 7,3% του ΑΕΠ έως το 2026).
Ως εκ τούτου, οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας συνεχίζουν να αναμένουν μια παρατεταμένη και ισχυρή επέκταση της ελληνικής οικονομίας. Το ελληνικό ΑΕΠ, μετά τη συρρίκνωση κατά -8,1% λόγω COVID το 2020, έχει ήδη ανακάμψει κατά 8,1% το 2021 και περαιτέρω κατά 6,1% το 2022. Για το 2023, αναμένουν περαιτέρω σταθερή ανάπτυξη γύρω στο 2,5%. Παράλληλα, αυτή η ισχυρή ανάπτυξη, η οποία ενισχύεται περαιτέρω από την έξαρση του πληθωρισμού, οδηγεί σε σημαντική μείωση του υπερμεγέθους επιπέδου του δημόσιου χρέους (-23,3% το 2022 σε 171,3%). Η Ελλάδα παραμένει ελάχιστα εκτεθειμένη στη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ χάρη στη μακρά διάρκεια του χρέους του επίσημου τομέα με ευνοϊκά επιτόκια (το μέσο κόστος του δημόσιου χρέους ήταν 1,4% το 2022).