Σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο για τη συνέχεια φαίνεται πως έχει οδηγηθεί το ελληνικό χρηματιστήριο, καθώς η διορθωτική κίνηση των τελευταίων συνεδριάσεων έφερε τον Γενικό Δείκτη κάτω από το όριο των 1.100 μονάδων. Με την αναβάθμιση του outlook από την S&P να μην λειτουργεί προωθητικά για την αγορά, αφού είχε ήδη προεξοφληθεί, τις προσδοκίες για είσοδο νέων κεφαλαίων με το rebalancing στο MSCI να υποβαθμίζονται και το διεθνές κλίμα στις αγορές να επιβαρύνεται εξαιτίας της αναζωπύρωσης των ανυσυχιών για τις τράπεζες, οι επενδυτές αρχίζουν να εστιάζουν περισσότερο στα πολιτικά ρίσκα της διπλής εκλογικής αναμέτρησης.
Μολονότι οι ειδήσεις σε μακροοικονομικό και εταιρικό επίπεδο είναι εξαιρετικές, με αναβαθμισμένες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη και το πρωτογενές πλεόνασμα του 2023 και αποτελέσματα – ρεκόρ από τις εισηγμένες, το Χ.Α. βρίσκεται σε συγκυρία επανεξέτασης των επενδυτικών δεδομένων.
Το Χ.Α. τον Μάρτιο «βούτηξε» σε διόρθωση, λόγω του δυστυχήματος των Τεμπών και της διεθνούς τραπεζικής κρίσης, ενώ στα τέλη του μήνα και κατά το πρώτο διάστημα του Απριλίου, με εντυπωσιακό σερί ανοδικών συνεδριάσεων, ανέκαμψε σβήνοντας όλη τη ζημιά του περασμένου μήνα και ακουμπώντας εκ νέου στο ρεκόρ των οκτώμισι ετών. Όμως τώρα έχει συμπληρώσει τέσσερις πτωτικές συνεδριάσεις στις πέντε τελευταίες, δείχνοντας ότι οι long κάνουν δεύτερες σκέψεις.
Από την περασμένη εβδομάδα είχε χαμηλώσει ο πήχης των προσδοκιών από τις ανακοινώσεις του οίκου S&P κάτι που οδήγησε σε κατακόρυφη συρρίκνωση των συναλλαγών, που όλες τις τελευταίες ημέρες διαμορφώνεται αρκετά κάτω από τα 100 εκατ. ευρώ και τους μέσους όρους του 2023. Μετά τα 134 εκατ. ευρώ της προηγούμενης Τρίτης (του Πάσχα), ο τζίρος ουδέποτε πλησίασε ξανά τα 100 εκατ. ευρώ, πέφτοντας μάλιστα σε επίπεδα ακόμη και χαμηλότερα από τα 74 εκατ. ευρώ που ήταν οι μέσες συναλλαγές πέρυσι.
Το γεγονός ότι η χώρα εισήλθε και επίσημα στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου, φαίνεται πως άλλαξε τα δεδομένα, με τους επενδυτές να προβληματίζονται, αναβάλλοντας τις όποιες νέες πρωτοβουλίες τους. Άλλωστε, οι κινήσεις που έκαναν το πρώτο δίμηνο αρκούν για να «αντιπροσωπεύσουν» ικανοποιητικά τα χαρτοφυλάκιά τους για φέτος και φαίνεται πως έως ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση με τις εκλογές και τη διαμόρφωση νέας, βιώσιμης κυβέρνησης, θα κάνουν οικονομία δυνάμεων με μετρημένη ανάληψη ρίσκου.
Η αγορά φαίνεται ότι είχε υποτιμήσει το εκλογικό ρίσκο, καθώς η προσδοκία άμεσης αναβάθμισης επισκίαζε κάθε άλλη παράμετρο. Όμως, μολονότι η διαφορά των δύο κυρίαρχων κομμάτων, όπως φαίνεται στις δημοσκοπήσεις, διευρύνεται πλησιάζοντας να προσεγγίσει τα προ των Τεμπών δεδομένα, εντούτοις η συγκρότηση ισχυρής κυβέρνησης, που είναι το κυρίαρχο ζητούμενο όλης της επενδυτικής κοινότητας, παραμένει ένας δύσκολος γρίφος και ένα στοίχημα με αμφίβολο αποτέλεσμα.
Άλλωστε, ο οίκος S&P, την ώρα που αναφέρθηκε με λίαν κολακευτικά σχόλια για την ελληνική οικονομία και όλη την διαρθρωτική πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εντούτοις επισήμανε το υπαρκτό σενάριο της δημιουργίας μιας αδύναμης κυβέρνησης συνεργασίας, ακόμη και μετά τις δεύτερες εκλογές. Ενώ η Ν.Δ. είναι ξεκάθαρα μπροστά στις δημοσκοπήσεις και στην παράσταση νίκης, η δυναμική της δεν είναι τέτοια που να εξασφαλίζει αυτοδυναμία ακόμη και με την ενισχυμένη αναλογική του δεύτερου γύρου, κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί από τους επενδυτές.
Αυτό πλέον αρχίζει και μπαίνει στο «ζύγι» των επενδυτών με πιο ξεκάθαρο τρόπο, μιας και απομένουν λίγες συνεδριάσεις πλέον έως τις κάλπες. Έτσι, περιορίζονται οι όγκοι, μειώνονται οι αγοραστικές πρωτοβουλίες, οπότε ακόμη και με τις λίγες, εύλογες ρευστοποιήσεις ήρθε η διόρθωση των τελευταίων ημερών.
Παράλληλα, ρόλο στη διόρθωση της αγοράς με αιχμή τις τράπεζες ασφαλώς διαδραμάτισε το χαμήλωμα του πήχη των προσδοκιών για την είσοδο της Πειραιώς στον δείκτη MSCI Standard Greece, ύστερα από την έκθεση της Morgan Stanley τη Δευτέρα, αλλά και η χθεσινή εκτίμηση της Societe Generale ότι το εκτόπισμα του Χ.Α. στις αναδυόμενες αγορές της MSCI ενδέχεται να μειωθεί, οπότε ίσως διαγραφεί μια μετοχή, η Τέρνα Ενεργειακή, από τον εν λόγω δείκτη. Μια εξέλιξη που – αν γίνει – ασφαλώς δεν θα είναι ευχάριστη για την ελληνική αγορά, που μετά από κόπο ετών και διαρκή αποψίλωση του εν λόγω δείκτη, κατάφερε από τις τρεις μετοχές να αυξήσει στις κάνει δέκα την εκπροσώπησή της στον δείκτη αναδυόμενων αγορών του οίκου.
Η αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών από την S&P, με εκτιμήσεις για ισχυρή ανάκαμψη της κερδοφορίας τους, ήταν μια θετική εξέλιξη χθες, που όμως δεν αρκεί για να βελτιωθεί ουσιαστικά το επενδυτικό κλίμα, καθώς πρόκειται για μια εξέλιξη αναμενόμενη, μετά την αναβάθμιση των προοπτικών της αξιολόγησης του Δημοσίου από τον ίδιο οίκο.
Έχασε τις 1.100 μονάδες ο Γ.Δ.
Χθες ο Γ.Δ. του Χ.Α. έκλεισε για 4η συνεδρίαση πτωτικά στις πέντε τελευταίες, καταγράφοντας πτώση 2,66%, ενώ το ίδιο διάστημα ο FTSE 25 υποχωρεί 2,59%, ο Mid Cap χάνει 2,37%, με τον τραπεζικό δείκτη να έχει τη μεγαλύτερη πτώση με -4,83%, καθώς χθες υποχώρησε κατά 3,13%. Χθες ο Γ.Δ. ολοκλήρωσε τη συνεδρίαση στις 1.090,53 μονάδες με απώλειες 1,35% κοντά στο χαμηλό ημέρας που ήταν στις 1.089,09 μονάδες (-1,48%), ενώ κινήθηκε όλη την ημέρα σε πτωτική τροχιά.
O FTSE 25 έκλεισε στις 2.640,89 μονάδες με πτώση 1,46%, ενώ ο τραπεζικός έχασε τις 800 μονάδες με κλείσιμο στις 799,06 μονάδες και πτώση 3,13%. Η αξία συναλλαγών διαμορφώθηκε στα 66,7 εκατ. ευρώ, με το 45% αυτού ήτοι 31 εκατ. ευρώ να διακινείται από τις τράπεζες.
Αλλαγή κλίματος διεθνώς
Μέσα σε όλα αυτά, το κλίμα διεθνώς επιβαρύνθηκε σημαντικά. Στην Ευρώπη, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s δεν αποκλείεται να υποβαθμίσει την ιταλική οικονομία σε επίπεδο junk, λόγω χαμηλής ανάπτυξης και αυξημένου κόστους χρηματοδότησης του Δημοσίου, ενώ στη Wall Street οι εκτιμήσεις της μεταφορικής εταιρείας UPS για μείωση του τζίρου φέτος επανέφεραν τις ανησυχίες για ύφεση, την ώρα που η τράπεζα First Republic δίνει μάχη επιβίωσης και η μετοχή της καταρρέει, υπενθυμίζοντας ότι η τραπεζική αναταραχή δεν έχει τελειώσει.
Αναφορικά με την ενδεχόμενη υποβάθμιση της ιταλικής οικονομίας, θα είναι μια δυσμενής εξέλιξη για την Ευρώπη, δεδομένου ότι αποτελεί την τρίτη ισχυρότερη οικονομία της ηπείρου, με μεγάλη σημασία για όλο τον ευρωπαϊκό νότο που έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας.
Στη Wall Street χθες και οι τρεις δείκτες κατέγραψαν τη μεγαλύτερη πτώση εδώ και πολλές ημέρες, θυμίζοντας συνεδριάσεις Μαρτίου. Ισχυρότερη αιτία για αυτή την εξέλιξη ήταν η αναζωπύρωση των τραπεζικών ανησυχιών μετά τα αποτελέσματα της First Republic Bank, τα οποία έδειξαν μαζικές εκροές καταθέσεων τον Μάρτιο, στο αποκορύφωμα της τραπεζικής κρίσης. Όπως μετέδωσε χθες το Bloomberg, η συγκεκριμένη τράπεζα εξετάζει το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων αξίας έως 100 δισ. δολαρίων, ώστε να ισορροπήσει η αναντιστοιχία μεταξύ ενεργητικού και παθητικού.
Σημειώνεται ότι και στην εγχώρια αγορά οι ισχυρότερες πιέσεις έχουν εκδηλωθεί στιε τραπεζικές μετοχές ενώ ανάλογη ειναι η εικόνα και στις άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Εντός αυτού του σκηνικού και οι τρεις δείκτες της Wall Street έκλεισαν κοντά στα χαμηλά ημέρας, με τον βιομηχανικό Dow Jones να υποχωρεί κατά 344,57 μονάδες ή -1,02% με κλείσιμο στις 33.530,83 μονάδες. Ο «βαρύς» S&P 500 υποχώρησε 65,41 μονάδες ή -1,58% στις 4.071,63 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq είχε πτώση κατά 238,05 μονάδες ή -1,98% στις 11.799,16 μονάδες.