Οι λογαριασμοί ενέργειας για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά θα εκτοξευθούν κατά δύο τρισ. ευρώ το 2023, σύμφωνα με τους αναλυτές της Goldman Sachs, οι οποίο τάσσονται υπέρ πιο γενναίων κρατικών παρεμβάσεων.
Στο ζενίθ της ανόδου τους οι λογαριασμοί ενέργειας θα αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ευρώπης, σημειώνει η Goldman Sachs, με τους αναλυτές της να τονίζουν σε έκθεσή τους ότι «κατά την άποψή μας, η αγορά συνεχίζει να υποτιμά το βάθος, το εύρος και τις διαρθρωτικές επιπτώσεις της κρίσης. Πιστεύουμε ότι αυτές θα είναι ακόμη βαθύτερες από την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970».
Οι επενδυτές είναι πολύ απαισιόδοξοι για την επίδραση των ρυθμιστικών προσπαθειών, προσθέτει ο αμερικανικός χρηματοπιστωτικός όμιλος. Ορισμένα από τα μέτρα που εξετάζονται - συμπεριλαμβανομένων των ανώτατων ορίων τιμών και του λεγόμενου δασμολογικού ελλείμματος - θα μπορούσαν να στηρίξουν ανοδική αντίδραση των μετοχών, εξομαλύνοντας την αύξηση στα τιμολόγια και περιορίζοντας, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, την υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Η εισαγωγή ανώτατων ορίων τιμών στην παραγωγή ενέργειας θα μπορούσε να εξοικονομήσει στο μπλοκ περίπου 650 δισ. ευρώ σε λογαριασμούς ενέργειας και να προσφέρει στους καταναλωτές και τις αγορές κάποια ανακούφιση, ενώ θα επέτρεπε στις κυβερνήσεις να παραιτηθούν από έναν έκτακτο φόρο υπερβολικών κερδών στους παραγωγούς ενέργειας, προστίθεται στην έκθεση.
Όσο για το τι πρέπει να πράξουν οι επενδυτές, η Goldman Sachs προτείνει να προτιμήσουν μετοχές εταιρειών που αναπτύσσουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς θα πρέπει να επωφεληθούν από τις διαρθρωτικά υψηλότερες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τιμές ενέργειας όπως οι RWE, Energias de Portugal και Orsted.